ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ (σελίδες από 1 μέχρι 100)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
(ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΚΑΜΑΝ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
ΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΤΩΡΑ ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΝ
ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΜΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΕΛΟΣ)

Τα παιδιά έζησαν τον Αγώνα του 1955-1959, χωρίς να πάρουν μέρος κι ας πλήρωσαν κι αυτά παράπλευρες απώλειες. Τώρα είναι έφηβοι και παλεύουν μέσα στη ζωή να γίνουν ικανοί, να υπάρχουν και να καταξιώνονται. Με το μυστρί, το ροκάνι, την πέννα και το βιβλίο. Είναι στο ξεκίνημα, η ζωή είναι δύσκολη, η φτώχεια δεν ξεπεράστηκε, η επαγγελματική αποκατάσταση είναι μεγάλο πρόβλημα. Για τα παιδιά ο Αγώνας τώρα αρχίζει. Ο αγώνας της ζωής. Μα κι ο άλλος Αγώνας, ο εθνικός, φαίνεται ότι δεν έχει ακόμα τελειώσει. Τα χτεσινά παιδιά και σημερινοί έφηβοι, δεν παρακολουθούν απλώς. Θα κληθούν να πάρουν μέρος. Όπως και τότε, έτσι και τώρα οι έφηβοι των δεκαπέντε και δεκάξι, θα επωμιστούν βαρύ φορτίο. Φορτίο αγωνίας, ατελέσφορης προσπάθειας, αίματος.
Όπως και οι έφηβοι οκτώ χρόνια πριν δεν αρνήθηκαν, έτσι και οι σημερινοί έφηβοι θα πάρουν μέρος με ενθουσιασμό. Και θα θυσιάσουν τα νιάτα τους, το μέλλον τους και τη ζωή τους ακόμα για άλλη μια φορά.
Υπάρχουν φήμες. Που επιτείνονται. Οι Τούρκοι ετοιμάζονται για νέο γύρο συγκρούσεων. Ότι φέρνουν φορτία με όπλα, ξαναζωντανεύουν την ΤΜΤ, κάνουν εκπαίδευση μυστικά. Φήμες. Δημιουργούνται και κάποια επεισόδια που κάνουν πιο έκρυθμη την κατάσταση κι επιτείνουν τις ανησυχίες.
Γρήγορα γίνεται φανερό ότι η νεαρή Κυπριακή Δημοκρατία στερείται Αρχών κι Εξουσίας που να είναι σε θέση να ελέγξουν τις καταστάσεις. Με λίγα λόγια, η ειρήνη μπαίνει και πάλι στο αμόνι και δέχεται τα φοβερά, τα εξουθενωτικά κτυπήματα από τον πελέκι του Άρη. Κι ο κόσμος ακολουθεί, με την πεποίθηση ότι οι ηγέτες του ξέρουν τι κάνουν. Δεν αρνείται ο λαός. Σπεύδει. Ο Τούρκος είναι ο εχθρός. Του αξίζει ο όλεθρος. Κι ο Λαοκόων και τα παιδιά του, όπως κάθε φορά, όπως πάντα, σ’ όλους τους αιώνες της ιστορίας, μαζί με τα τρομερά φίδια, μπλέκονται στον τρομερό, θανατηφόρο εναγκαλισμό.
Δυστυχία, φτώχεια, ανεργία, μια κοινωνία μέσα στην απόγνωση, ένα κράτος, ακόμα στα μυρόπανα του κι ένας λαός εύπιστος και παραπλανημένος. Ουρανοί που δεν ακουμπούν σε κανένα ορίζοντα, θάλασσες από όπου χάθηκε το γαλάζιο της ελευθερίας, χώματα που τα φουσκώνει το αίμα που βογκά την αθωότητα. Αυτό είναι το φοβερό σκηνικό. Κλαγγές και κραυγές και κλάμα αντικαθρεφτίζονται στον διαχωρισμό της γης. Λουρίδες εθνικού μίσους που διαχωρίστηκαν, σαν καθρέφτης του ψυχικού άλγους και των άγριων παθών των ανθρώπων, που θα μπορούσαν να ζουν ευτυχισμένοι μαζί, να πολεμούν μαζί, κοινωνικούς αγώνες, ενάντια στη φτώχεια και την κακομοιριά τους.
Και οι έφηβοι, τα χτεσινά παιδιά, έρμαια να κτυπιούνται και να εξουθενώνονται σ’ ένα ωκεανό αχρείαστων παθών. Η ιστορία δεν θα τους γράψει. Πόσους να γράψει κι αυτή; Είναι μια γενιά παραμελημένη. Μια γενιά που χρειαζόταν τη φροντίδα και μια πιο καρποφόρα προσπάθεια για την καταξίωση και την ένταξη της. Αντί γι’ αυτό της φόρτωσαν ένα όπλο χωρίς κλείστρο και θαλάμη και της ζήτησαν να πραγματοποιήσει το ακατόρθωτο.
Κι από τις δυο πλευρές, κανένας δεν ένιωσε ενοχές, κανένας δεν ένιωσε την ανάγκη της δημόσιας απολογίας. Και γιατί δηλαδή να γίνει αυτό; Οι αιώνες κλείνουν. Και κλείνουν πάνω σε τάφους. Όχι του φυσικού τέλους μιας καταξιωμένης ή όχι ζωής. Σε τάφους όπως εκείνον του Οζτεμίρ, σ’ ένα εγκαταλειμμένο κοιμητήριο ή του Γιαννάκη Ταλιώτη. Κι αν ακόμα είπαν ότι αυτά τα παιδιά ήταν ήρωες, ήταν αυτό αρκετό να εξιλεώσει; Και ποιους να εξιλεώσει; Γενιές εκεί και γενιές εδώ, που ανατράφηκαν κι έζησαν με όνειρα της πιο φοβερής ουτοπίας; Μιας ουτοπίας που την μετέτρεψαν σε φοβερό εφιάλτη;
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΑΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Στην τετραλογία «ΕΚΕΙΝΟΙ ΔΕΝ ΕΚΑΜΑΝ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ» είδαμε μέσα από τα μάτια των παιδιών του δημοτικού σχολείου της Χλώρακας, την εξέλιξη του Αγώνα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Το βιβλίο αυτό, «ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ», θα είναι η συνέχεια σε μια νέα εξέλιξη, τον αγώνα εναντίον των Τουρκοκυπρίων, που είχε σκοπό να κάμψει την αντίστασή τους και να τους υποχρεώσει σε μια συνθηκολόγηση, που θα άφηνε ελεύθερο τον δρόμο για την πραγμάτωση του πόθου των Ελληνοκυπρίων. Για μια ακόμα φορά, ο κυπριακός ελληνισμός, ακολούθησε τους ηγέτες του. Ύψωσαν εκείνοι τη σημαία και κανένας δεν τράβηξε πίσω. Αν για λόγους «εκ των υστέρων κρίνοντες», θα βγουν πολλοί και θα πουν ότι ήταν ενάντιοι κι ότι αυτοί τήρησαν στάση διαφορετική, απλώς θα πουν ψέματα. Με μια ελάχιστη ανάπαυλα, όχι αρκετή για να εκτιμηθούν τα αποτελέσματα της ειρήνης, ο αγώνας ξανάρχισε.
Γρήγορα, βέβαια, φάνηκε ότι αυτή τη φορά ο πραγματικός αντίπαλος ήταν η Άγκυρα. Οι αποφάσεις της ήταν σκληρές και δεν δίσταζε να στέλλει, σε κάθε ευκαιρία, προειδοποιήσεις που τις εννοούσε. Οι Τουρκοκύπριοι, αν και μειονότητα, αποδείχτηκαν ότι ήταν θαρρετοί και δίνονταν με γενναιότητα στο δικό τους σκοπό, που ήταν η δική τους ένωση με την Τουρκία. Όμως υπόφεραν κι αυτοί, όσο και οι Ελληνοκύπριοι. Ήταν φόβος θανάτου. Κλεισμένοι στους θυλάκους τους, έβλεπαν σε κάθε νέα μέρα την απειλή για την ύπαρξή τους. Εκείνοι στους θυλάκους τους, σκληρά καρύδια, που έσπαζαν τα δόντια εκείνων που τολμούσαν να τους δαγκώσουν. Και οι Ελληνοκύπριοι, έξω από τους θυλάκους, μα σκλάβοι κι αυτοί στα κάστρα της επίπλαστης υπεροχής τους.
Το τι λεγόταν, τι φήμες κυκλοφορούσαν, πόσο οι καρδιές αρματώνονταν μέσα στο πικρό, κατάμαυρο αίμα του μίσους, μίσος που το καλλιεργούσαν οι φήμες αυτές, αλλά και οι πράξεις, το πόσοι βαφτίστηκαν ήρωες σκορπώντας «άδικο θάνατο», ξέρω ότι είναι πολύ δύσκολο να καταγραφούν σ’ ένα βιβλίο, μέσα από τη μυθιστορηματική αφήγηση των γεγονότων. Τα γεγονότα είναι πραγματικά, η αφήγηση είναι μυθιστορηματική. Μπορεί κάποιος να πει, όπως και στο «ΕΚΕΙΝΟΙ ΔΕΝ ΕΚΑΜΑΝ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ» ότι αυτό είναι δειλία. Όσο κι αν αυτό με ενοχλεί, δεν είναι αρκετή η ενόχληση για να με κάνει ν’ αλλάξω την απόφασή μου. Ούτε και νιώθω υποχρεωμένος να εξηγήσω τη θέση μου. Μήπως, άλλωστε, όλη η ιστορία του κυπριακού ερωτήματος δεν αποτελεί μια απίστευτη, σαν μύθευμα, ιστορία; Γιατί εγώ να θέλω να αλλάξω την πεποίθηση «κάντε ό,τι θέλουν οι αρχηγοί σας κι ας πληρώνετε εσείς και μόνον, όλες τις συνέπειες»;
Ένας τραγικός λαός, έσυρε ξανά τον χορό του Ζαλόγγου, σε μια απόλυτα ουτοπική πορεία για ουρανούς που του είπαν ότι είναι γαλάζιοι. Κι ας τους ξεχώριζε ότι ήταν άραχνοι κι απειλητικοί και γεμάτοι θάνατο και καταστροφή. Και οι αρχηγοί ήρωες, με μια θέση στην ιστορία και οι απλοί άνθρωποι, χειροκροτητές χωρίς σταματημό κι ας ήταν αυτοί τα σφαχτάρια στις υπερφίαλες αναζητήσεις και τις ανερμάτιστες φιλοδοξίες εκείνων.
Το έργο είναι αυτοβιογραφικό, τα γεγονότα πραγματικά, όπως πέρασαν από το φίλτρο της προσωπικής εμπειρίας του ήρωα-αφηγητή. Αν και πραγματικός αφηγητής είναι ο συγγραφέας, με τον ήρωα ν’ αποτελεί αντικαθρέφτισμα του εαυτού του, των πραγματικοτήτων του και των ανησυχιών του. Γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο δίνει στον συγγραφέα τη δυνατότητα να γίνεται κριτής του εαυτού του, όχι γιατί έτσι θα είναι πιο αντικειμενικός, τέτοια φιλοδοξία θα ήταν πάνω από τον Αριστοτελικό νόμο. Αλλά γιατί με τον τρόπο αυτό μπορούν να φύγουν πιο δυνατά τα μηνύματα που θέλει να στείλει. Μηνύματα που η επιθυμία του, όπως κάθε πνευματικού ανθρώπου, κάθε λογοτέχνη, ίσως να τύχουν της σωστής ερμηνείας από όσους θα τολμήσουν να διαβάσουν το κείμενο. Κυρίως από εκείνους που θα θελήσουν να το μελετήσουν και να εμβαθύνουν. Αν υπάρξουν τέτοιοι καμιά φορά.
Ήρωας είναι ο Χριστάκης Ταπακούδης. Είναι ο ίδιος, μικρός Χριστάκης, του «ΕΚΕΙΝΟΙ ΔΕΝ ΕΚΑΜΑΝ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ», που τώρα έχει και επίθετο, ανήκει σε συγκεκριμένη οικογένεια και το πεδίο δράσης του φεύγει από τα στενά όρια του χώρου ενός χωριού, της Χλώρακας. Κινείται, σκέφτεται και δρα στα όρια της πόλης του, του χωριού του, λίγο στα γειτονικά χωριά και στο σχολείο του, το Α΄ Γυμνάσιο Πάφου. Δηλαδή, οι ορίζοντες του χώρου του ελάχιστα επεκτείνονται, όσο κι αν η σκέψη του απλώνεται, πέραν του κλειστού του ορίζοντα. Πληροφορείται, μαθαίνει, κρίνει, εκφράζεται, φανατίζεται, λυπάται ακόμα και τον νεκρό αντίπαλο, γεμίζει την τρυφερή ψυχή του με παράλογο μίσος αλλά και κατανόηση και άλγος για τα παθήματα εκείνων που στέκονται απέναντι. Κι ας σκοτώνουν πισώπλατα. Μήπως όλοι δεν κάνουν το ίδιο; Νιώθει πατριώτης αλλά μια υπόκωφη φωνή, εσωτερική, του φωνάζει ότι κάπου υπάρχει λάθος. Προσπαθεί να διακρίνει το λάθος. Κι αυτός, όμως, όπως κι ο κάθε άλλος που ζει στον στενό, αλλά και στον ευρύτερο περίγυρο, είναι υποχρεωμένος να κάνει θεώρηση πραγμάτων μέσα από τη θολούρα που η ηγεσία, αθέλητα ή ηθελημένα, απλώνει παντού.
Παρατήρηση πρώτη αυτών που τον προσεγγίζουν για να τον εντάξουν «ξέρουμε ότι δεν είσαι κομμουνιστής». Και δεν ήταν. Στη φτώχεια του, ούτε το εισιτήριο του σχολείου δεν μπορούσε να πληρώσει, τις ελπίδες του προτιμούσε να τις ακουμπά στον Θεό κι όχι σε φιλοσοφικές θεωρίες που δεν τις γνώριζε και ούτε υπήρχε τρόπος να τις μάθει. Ξεροστάλιαζε καθημερινά μπροστά στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου του Άξελ, αλλά πολύ λίγα βιβλία μπόρεσε ν’ αγοράσει. Και οι βιβλιοθήκες, αν υπήρχαν, ήταν απρόσιτες. Τώρα γιατί έπρεπε να έχει την οποιανδήποτε σημασία που δεν ήταν κομμουνιστής, δεν μπορούσε να ξέρει. Η ερώτηση που ακολούθησε ήταν «θα ήθελες να ενταχθείς στον Αγώνα; Ο αγώνας για την ένωση ξεκινά και πάλι».
Έτσι ξεκίνησε το 1963 του Χριστάκη Ταπακούδη, μαθητή της πέμπτης τάξης του Α΄ Γυμνασίου Πάφου. Αν ο έφηβος των δεκάξι ήταν ένα από τα πολλά θύματα, αν η επιθυμία του να γίνει ήρωας και να δώσει και την ίδια τη ζωή του για την πατρίδα, δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα του δικού του στείρου κι αναποτελεσματικού εθνικισμού, αν αυτή είναι η σωστή λέξη, ποιος θα το κρίνει; Ποιος θα κρίνει τον καθένα που η αγάπη του για την ελευθερία και την εθνική αποκατάσταση του νησιού, τον παράσυρε σε οδυνηρό θάνατο και ίσως ακόμα ένα ανδριάντα για τις κουτσουλιές των σπουργιτιών; Ποιος μπορεί να κρίνει ένα λαό στο πρόσωπο αυτού του νέου, που άμεσα δεν έβλαψε κανένα, αλλά πλιατσικολόγησε λιγάκι στη πρώτη ευκαιρία, δεν σκότωσε αλλά ούτε κι έγινε άγαλμα, όπως ο συμμαθητής του ο Γιαννάκης Ταλιώτης, που μαζί, στην ίδια ομάδα εκπαιδεύτηκαν, εκείνος πρόλαβε να πάει στον Λωρόβουνο και να χάσει τη ζωή του από τους μυδραλιοβολισμούς της τουρκικής αεροπορίας, εκείνο τον Αύγουστο του 1964, ενώ ο ίδιος δεν πρόλαβε, μόνο για λίγα λεπτά, την αυτοκινητοπομπή, που μετάφερε το τάγμα των εθελοντών;
Ασφαλώς το βιβλίο δεν σκοπεύει να κρίνει ένα λαό στη δεδομένη στιγμή της ιστορίας του. Μα πάντοτε η ιστορία γράφεται από τον απλό λαό. Που ακολουθεί, που δίνει, που ενθουσιάζεται, που χειροκροτεί αλλά και σφαγιάζεται. Θα παρουσιάσει όμως τους προβληματισμούς ενός νέου, που φτάνει στο σημείο να κλαίει τον δεκαπεντάχρονο Τουρκοκύπριο, που τον σκότωσαν μ’ ένα πυροβολισμό, όταν κρύφτηκε πίσω από την ανθισμένη αμυγδαλιά για να κατουρήσει. Ενός νέου που πήγε στον παπά κι εξομολογήθηκε με πικρά δάκρυα για το πλιάτσικο που έκανε μετά τη μάχη στου Μαυραλή. Που ο ίδιος δεν πήρε μέρος, αλλά πήγε μετά τη μάχη και πήρε δεκατέσσερις λίρες, που βρήκε κάτω από ένα μαξιλάρι, που εγκαταλείφτηκε άρον-άρον και τις μοίρασε με τους φίλους του. Πήρε κι ένα κλομπ, αστυνομικό κι ένα σκελετό ποδηλάτου, γιατί το δικό του είχε χαλάσει και δεν επιδιορθωνόταν και δεν είχε τα λεφτά να πάρει άλλο. Γι’ αυτό το πλιάτσικο έκλαψε γιατί το θεώρησε άδικο κι αμαρτία κι απαίτησε από τον παπά Κώστα, να του βάλει τον πιο αυστηρό κάνονα. Κι αυτός του απαγόρεψε να κοινωνήσει για σαράντα μέρες. Σκληρή τιμωρία για τον έφηβο, που όμως πολύ λίγο τον εξιλέωσε στα ίδια τα δικά του τα μάτια.
Και το 1964 του Χριστάκη Ταπακούδη. Μαύρο σαν πίσσα στη ψυχή, με το φρικτό γκρέμισμα του ονείρου και την ανώμαλη προσγείωση. Που δεν ήταν δυνατό να γίνει πιστευτή. Οι Τούρκοι δεν δέχονται τίποτα παθητικά. Οφθαλμό αντί οφθαλμού είναι η απάντηση σε κάθε κτύπημα. Το παιδί που τους σκότωσαν το εκδικήθηκαν, σκοτώνοντας κι αυτοί, την ίδια μέρα τον πετρολαδά. Ένα καλό και φιλήσυχο άνθρωπο που γυρνούσε με το τροχήλατο βυτίο του, που το έσερνε ένα γέρικο άλογο και πουλούσε κηροζίνη, στα σπίτια, στα κοντινά χωριά. Του έριξαν σχεδόν από χίλια μέτρα απόσταση κι όπως καθόταν ψηλά στη σέλλα του τροχήλατου, η σφαίρα τον βρήκε και του διαπέρασε το στήθος και την καρδιά.  Δυο θάνατοι άδικοι, αχρείαστοι που σημάδευαν μια γενιά των ανθρώπων.
Και λίγο πριν, την πικρή πρωτοχρονιά, κατέβηκαν κάποιοι θερμοκέφαλοι από την Έμπα και σκότωσαν ένα άλλο Τουρκόπουλο, δεκαπεντάχρονο, που βγήκε  στο περιβόλι με τα λεμονόδεντρα τους,  στη Λέμπα. Το εκτέλεσαν με το κυνηγετικό και το άφησαν άψυχο μέσα στο νερό που ποτίζονταν οι λεμονιές. Και οι Τούρκοι εκδικήθηκαν ανταποδίδοντας το φόνο με φόνο. Αφού απέτυχαν να σκοτώσουν τον Λάκη, από τη Χλώρακα, που περνούσε με το ταξί του από το χωριό τους, κατάφεραν να κτυπήσουν τον Νεόφυτο τον ψωμά, από την Έμπα, που περνούσε με το ποδήλατο, πηγαίνοντας στη Χλώρακα, όπου είχε το ματζιηπιό του. Ακολούθησε μια αψιμαχία με τους Τούρκους, όπου πήρε μέρος και ο Χριστάκης, οπλισμένος με το κυνηγετικό, το μονόκαννο, του Ευριπίδη. Δεν έριξε, βέβαια, ούτε μια ντουφεκιά, γιατί το πρώτο φυσίγγιο σφήνωσε στην κάννη και φοβήθηκε μήπως έκανε ζημιά στο όπλο αν πυροβολούσε. Ήταν αγριεμένος για τον αναίτιο, όπως νόμιζε, φόνο του Νεόφυτου. Το βράδυ, όμως, ενώ έβγαζε σκοπιά έξω από τη Λέμπα, έμαθε ότι πρώτοι ξεκίνησαν οι δικοί του το κακό και πια δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει ποιον να αιτιασθεί, αν όχι ένα κακό δαίμονα, που ύφαινε νήματα άσχημου θανάτου για να βαυκαλίζεται ο κάθε δειλός παλληκαράς και ο κάθε αισχρός ψευτοπατριώτης κι από τις δυο πλευρές.
Εκείνο το απόγευμα, που σκότωσαν τον πετρολαδά, βρέθηκε μαζί με άλλους, να φτιάχνουν ένα προχωρημένο φυλάκιο στον Μέλανο, απέναντι από τον Μούτταλλο. Τους είδαν οι Τούρκοι και τους έριξαν μερικές ριπές με το μπρεν. Εκεί έμαθαν για τον πετρολαδά κι ο Κώστας Πενταράς έριξε κάμποσες σφαίρες με το τυφέκιο, σημαδεύοντας τις πόρτες σπιτιών, μιας και οι άνθρωποι είχαν διπλαμπαρωθεί στα σπίτια τους. Έτσι, για να φοβούνται! είπε ο Κώστας. Όταν αργότερα έμαθαν για το Τουρκόπουλο, εκείνος ο εκφοβισμός έμεινε μετέωρος σαν ματωμένο καρφί στην καρδιά τους. Τι μας έφταιξε το φτωχό το παιδί; είπε φιλοσοφώντας ο Αντρίκος και ο Χριστάκης δεν μπορούσε να μη συνεριστεί τη λύπη του. Οι μαύρες μέρες συνεχίζονταν.
Μπορούμε άραγε να φιλοσοφήσουμε πάνω σε όλα εκείνα που κάναμε κι από τις δυο πλευρές, εκείνες τις μαύρες μέρες του 1964; Μπορώ άραγε να ψηλαφίσω απαντήσεις μέσα σε ένα μυθιστόρημα, που όμως δεν είναι παρά η απίστευτη αλήθεια; Δεν έχω σκοπό να γράψω ένα αντιπολεμικό βιβλίο. Είναι ουτοπία να πιστέψουμε ότι μπορεί ο άνθρωπος να νικήσει τη φύση του. Ο πόλεμος είναι στο αίμα του. Ένα εγωιστικό γονίδιο τον σπρώχνει και τον καθοδηγεί. Θέλει τον πόλεμο και τον απολαμβάνει. Και μόνο η ψευδαίσθηση της δύναμής του, τον κάνει, όχι απλά απερίσκεπτο κι απρόσεκτο, όταν αποφασίζει, μα και πιο πολύ τον γεμίζει οίστρο πολεμικό, ορμόνες κακίας κι ένστικτα δολερά τον σπρώχνουν και τον ξεστρατίζουν από τις πραγματικές αρετές του. Είναι παράξενο, μήπως, που η ανδρεία ήταν στους Έλληνες μια από τις τέσσερις μεγάλες αρετές; Όπου η ανδρεία μετατρέπεται σε μανία ασυγκράτητη και φονική;
Φρύγες κι Έλληνες για μια ακόμα φορά αναμετρήθηκαν λοιπόν; Και τι ωφέλησε ο φόνος του Έκτορα; Ένας φόνος ήταν! Πού ήταν η αντρειοσύνη; Ο Νεόφυτος και ο Λαμπρής ο Σιέπης, ο πετρολαδάς ήταν δυο άνθρωποι φιλήσυχοι που δεν ζήλεψαν ποτέ την παλικαριά και την ψευτοεπίδειξη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ήταν πραγματικά αντρείοι στη μάχη της ζωής. Ο Χριστάκης θα θυμόταν για πάντα τον καλοντυμένο πετρολαδά, με το περιποιημένο μουστακάκι. Τίποτε άλλο δεν ήξερε. Ούτε αν είχε οικογένεια ή αν ήταν μπερμπάντης στις γειτονιές όπου πουλούσε φωτιστικό πετρέλαιο με το γαλόνι και τα μπουκάλια της μισής οκάς. Θα θυμόταν και τον Νεόφυτο, τον μάτζιηπα. Ήσυχο, λιγομίλητο, με αλευρωμένα μαλλιά και χέρια και το ντροπαλό χαμόγελο στα χείλη. Θα θυμόταν και το σκληρό φονικό των δυο Τουρκόπουλων. Θα μάθαινε αργότερα και ποιοι το έκαναν. Η θύμηση, βέβαια, δεν φέρνει και τη λύτρωση. Ποια λύτρωση άλλωστε; Τις είπαν διακοινοτικές ταραχές και τις φόρτωσαν στον εθνικιστικό φανατισμό. Στην ΕΟΚΑ και στην ΤΜΤ. Κι όμως ο Νεοκλής και ο Φυτής δεν ήταν ούτε εθνικιστές, ούτε μέλη της ΕΟΚΑ. Όπως δεν ήταν μέλη της ΤΜΤ και η Χαλιτέ και τα παιδιά της, που για δεύτερη φορά ξεριζώθηκαν από το σπίτι τους στη Λέμπα στις 2 του Γενάρη, του 1964. Για να ζήσουν στην πιο σκληρή πείνα κι απομόνωση που άνθρωποι τους επέβαλαν. Άνθρωποι που, αντίθετα, όφειλαν να τους προστατέψουν και να τους προσφέρουν ασφάλεια και δικαίωμα στην ευημερία.
Εν κατακλείδι, στο βιβλίο αυτό θα κάνω μια κατάθεση και μια έκκληση προς τους ανθρώπους, που κατοικούν αυτό το όμορφο μέρος, να ημερέψουν τα πάθη τους και να ψάξουν στις αρετές τους αυτό που ο απλός, εχέφρων πολίτης, θα ονόμαζε είμαστε μαζί, χαιρόμαστε μαζί, κλαίμε μαζί, δημιουργούμε μαζί. Να αφήσουμε μια παρακαταθήκη ειρήνης και προόδου στις γενιές που θα έρθουν.
Κι αυτό, το ίδιο μήνυμα, ας δώσει κι ο πιο αθώος από όλους που παρελαύνουν σ’ αυτό το βιβλίο. Ο οκτάχρονος Ρασιήτ. Μάρτυρας στο φόνο του δεκαπεντάχρονου ξάδερφού του, του Οζτεμίρ, και του φόνου εκδίκησης του Νεόφυτου Μεταξά. Του Ρασιήτ που πείνασε και δίψασε και πόνεσε και φοβήθηκε. Που εκδιώχθηκε από το σπίτι του και το χωριό του. Που πάντα νοσταλγούσε μια επιστροφή που δεν θα ερχόταν ποτέ. Μια επιστροφή στο μικρό, ειδυλλιακό χωριουδάκι του.





ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ

ΠΩΣ ΚΤΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΜΙΣΟΣ
ΠΟΥ ΧΩΡΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ

Καθόταν στη πέτρινη έξαρση της γης και φαινόταν να ρεμβάζει. Μακριά από τους συμμαθητές του και τους άλλους μαθητές του Α΄ Γυμνασίου Πάφου, που κινούνταν σε ομάδες, κουβέντιαζαν, έπαιζαν μπάλα, φώναζαν, τραγουδούσαν. Στην πραγματικότητα δεν ρέμβαζε. Κάτι τον απασχολούσε. Κάτι πολύ σοβαρό. Είχαν τελειώσει και τη δεύτερη σειρά διαγωνισμάτων και δεν τα πήγε καθόλου καλά. Ένα μήνα πριν πήραν τους πρώτους βαθμούς γραπτών εξετάσεων. Οι βαθμοί του στη χημεία, τη φυσική και τα αρχαία Ελληνικά ήταν χάλια. Δεν πήραν ακόμα τους βαθμούς του δεύτερου γραπτού, μα φοβόταν ότι και πάλιν δεν τα πήγε και πολύ καλά. Δεν ήταν βαθμοθήρας. Κάθε άλλο. Όμως απαιτούσε από τον εαυτό του να εξαντλεί τις δυνατότητές του. Δεν δεχόταν την αποτυχία για την οποία ευθυνόταν αυτός και μόνον. Δεν είχε προετοιμαστεί καλά και την έπαθε. Και την έπαθε σε εκείνα τα μαθήματα που πιο πολύ αγαπούσε. Έδωσε αλάνθαστο γραπτό στα μαθηματικά και την ιστορία, αυτό όμως δεν μαλάκωνε την οργή του. Το είχε αποφασίσει να μπει στη Σχολή Ικάρων, μια και ήταν αδύνατο να σπουδάσει κάτι άλλο, αφού δεν το μπορούσε οικονομικά. Θα έπρεπε να περάσει τις εξετάσεις αλλά να έχει κι ένα απολυτήριο με άριστα τα δύο τελευταία χρόνια του γυμνασίου. Και ήδη κατάφερνε να το κάνει κι αυτό πολύ δύσκολο. Ήταν κι αυτό το ακαδημαϊκό απολυτήριο που ήδη είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση Γεώργιου Παπαντρέου για εισαγωγή στα ελληνικά πανεπιστήμια. Σαν μέρος της εκπαιδευτικής του μεταρρύθμισης. Που έκανε κι αυτό τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα.
Αναστέναξε. Ήταν μια όμορφη, ζεστή μέρα, λαμπερή στο δυνατό φως του φθινόπωρου. Είχε βρέξει καλά ο Οκτώβρης, η γη είχε πρασινίσει με εκείνο το λεπτεπίλεπτο χορταράκι των πετραδερών απλωμάτων, βλάστησαν οι ασφόδελοι, εκεί όπου μαζευόταν πιο πολύ χώμα, ξεπετάχτηκαν κι εκείνα τα κάτασπρα, μυρωδάτα λουλουδάκια που τα μάζευαν τα αγόρια σε ματσάκια και τα πρόσφεραν στα κορίτσια. Γαλάζιος ουρανός, γαλάζια θάλασσα στα χαμηλά, χιλιάδες πουλιά πετούσαν και τιτίβιζαν χαρούμενα, όλα ήταν όμορφα. Κι αυτός δεν τα χαιρόταν. Οι καθηγητές αποφάσισαν εκείνη τη μέρα να βγάλουν τους μαθητές σε εκδρομή στη μεγάλη καφκάλα της Γεροσκήπου. Χρειαζόταν λίγο χαλάρωμα μετά το σκληρό διάβασμα δυο μηνών. Φαινόταν ότι η χρονιά θα εξελισσόταν ομαλά, τέλειωσαν και οι γιορτασμοί για τη 28η Οκτωβρίου και τη μέρα της σημαίας, όπου ο γυμνασιάρχης Παύλος Παυλίδης μίλησε με τη συνηθισμένη του πατριωτική έξαρση, έγινε η παρέλαση, δόθηκαν και πάλι οι όρκοι, ήταν η σειρά της λίγης έστω ξεγνοιασιάς μιας εκδρομής στη φύση. Μια εκδρομή που συνδύαζε πολλά πράγματα. Τον έρωτα για τους ρομαντικούς, πιο στενή επαφή καθηγητών και μαθητών, λίγο ονειροπόλημα ίσως, ξεκούραση και οι έγνοιες μακριά.
Ήταν πολύ βαρύ να κάθεται και να σκέφτεται τις αποτυχίες του μια τέτοια μέρα και το ήξερε. Σηκώθηκε και τεντώθηκε, νιώθοντας την ευχαρίστηση από το τάνυσμα των μυώνων του. Έδινε πολλή σημασία στη σωματική του διάπλαση και τη φρόντιζε με λίγο αθλητισμό, πιο πολύ με ασκήσεις που μόνος του έκανε. Είχε μέτριο ανάστημα και ζήλευε τους πιο ψηλούς συμμαθητές του που, όπως ήταν φυσικό τραβούσαν πιο πολύ τα βλέμματα των κοριτσιών. Δεν έπρεπε, βέβαια να έχει και παράπονο, μιας και οι μισοί, τουλάχιστον, συμμαθητές του ήταν πιο κοντοί από εκείνον. Ξανακάθισε οκλαδόν. Του άρεσε το αίσθημα της άμεσης επαφής με τη γη, αν κι έπρεπε να προσέξει και το παντελόνι του, ένα από τα δύο που είχε κι έπρεπε να το φορά για δέκα τουλάχιστον μέρες. Όσο χρειαζόταν να δώσει το άλλο στο καθαριστήριο και να το πάρει πίσω καθαρό και καλοσιδερωμένο. Χρειαζόταν και καινούρια παπούτσια, μια μικρή τρυπίτσα παρουσιάστηκε στη μέση της σόλας, από τα περασμένα Χριστούγεννα τα φορούσε, στεναχωριόταν όμως να το αναφέρει στη μητέρα του, που κρατούσε τα οικονομικά της οικογένειας, με τα φτωχά εισοδήματα της λίγης γης και του ελάχιστου νερού του πηγαδιού και κάποια ζώα που μεγάλωναν στην αυλή τους. Ο πατέρας είχε γίνει πια έρμαιο στο χαρτοπαίγνιο κι όσα κέρδιζε από τη δουλειά του, χωρίς να κάθεται ούτε μέρα, τα έχανε στη τσόχα. Έγινε τόσο φανατικός που κάθε Σάββατο έβγαζε όλη τη νύκτα του στη Ελληνική Λέσχη, όπου παιζόταν το πιο σκληρό χαρτοπαίγνιο.
Ο νους του επέστρεψε και πάλι στους γιορτασμούς της μέρας του ΟΧΙ. Ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί έδιναν τόση σημασία στην επέτειο ενός πολέμου που η Ελλάδα είχε χάσει. Ήρθε στη σκέψη του ο πανηγυρικός της ημέρας από τον καθηγητή των λατινικών Άρη Γεωργίου. Ήταν όμορφος, γεμάτος ενθουσιασμό για τη πρώτη νίκη στο Καλπάκι και την αντίσταση των οχυρών, λίγο πριν την ήττα και τη συνθηκολόγηση. Μα έγινε θρήνος με την εξιστόρηση των παθημάτων του ελληνικού λαού στα χρόνια της κατοχής που ακολούθησαν. Γιατί, λοιπόν, για ποιο πράγμα γιόρταζαν; Γιατί τόσες ετοιμασίες και τόση ταλαιπωρία για μισή ώρα παρέλαση; Εν-δυο και σύνταξη και στοίχιση και τύμπανα και σάλπιγγες, φέτος έφεραν κι ένα τεράστιο ταμπούρλο, που όταν το βαρούσαν ακουγόταν μέχρι τα κοντινά χωριά. Ποιους τιμούσαν πραγματικά με όλες εκείνες τις εξάρσεις;
Είδε τους δυο συμμαθητές του να έρχονται από απέναντι. Ο Μούσκος και ο Αριστείδης. Έκαναν πολύ λίγη παρέα και παραξενεύτηκε που τους είδε να τον πλησιάζουν. Δεν σηκώθηκε κι εκείνοι ήρθαν και κάθισαν δίπλα του. Τρία αγόρια, τρεις δεκαεξάχρονοι έφηβοι, μέσα σε τόσους εφήβους, που κανένας δεν θα τους πρόσεχε, ούτε θα τους έδινε ιδιαίτερη σημασία. Κατάλαβε, όμως ότι κάτι πολύ σημαντικό του έφερναν.
- Τι είναι, τους ρώτησε χαμογελώντας. Είναι κανένα κορίτσι που ενδιαφέρεται και για μένα; Ήταν ένα χαριτολόγημα που το συνήθιζαν, μιας και τα ραβασάκια με τα ερωτικά μηνύματα κυκλοφορούσαν με άνεση ανάμεσα στους μαθητές και τις μαθήτριες. Παρ’ όλη την αυστηρότητα της τιμωρίας αν τους έπιαναν.
Χαμογέλασαν οι δυο νεοφερμένοι. Μα γρήγορα έγιναν σοβαροί. Ο Αριστείδης του έπιασε το χέρι και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.
- Μας είπαν να σε πλησιάσουμε. Μιλούσε σοβαρά. Ξέρουμε ότι δεν είσαι κομμουνιστής…
Σταμάτησε για μια στιγμή, περιμένοντας επιβεβαίωση. Την έδωσε μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού. Και ο Αριστείδης συνέχισε:
- Ο ενωτικός αγώνας ξεκινά και πάλι. Σε θέλουμε και εσένα μαζί μας, αν κι εσύ το θέλεις φυσικά. Να το σκεφτείς καλά, αλλά να μην αργήσεις να μας απαντήσεις. Κι ολ’ αυτά, βέβαια, είναι απόλυτα εμπιστευτικά. Μη μιλήσεις σε κανένα. Μόνο σε μας.
Έμεινε να τους κοιτάζει να απομακρύνονται. Ήταν, λοιπόν, και η δική του σειρά; Δεν πρόλαβε να καλοσκεφτεί αυτό που έγινε και κοντά του ήρθαν δυο αγαπημένοι συμμαθητές και φίλοι, ο Αντρέας Χριστοδουλίδης και ο Σωτήρης Παχίτης. Δυο από την πεντάδα που τους θεωρούσε επιστήθιους φίλους του. Οι άλλοι τρεις ήταν ο Μιχαλάκης Σαββίδης, ο Κυριάκος Τέκλος και ο Αχιλλέας Καμιναράς. Πέντε φίλοι που δεν είχαν κανένα μυστικό μεταξύ τους, μαζί στα μαθήματα, στα αισθηματικά και στα λεβέντικα.
- Τι μυστικά σου είπαν οι δυο αρχηγοί, ρε Ταπακούδη;
Ήταν ο Σωτήρης που ρωτούσε και στη φωνή του διάκρινε ελαφρά ειρωνεία. Προσφωνούσαν ο ένας τον άλλο με το επίθετο, αυτό ήταν μια συνήθεια των μαθητών των γυμνασίων της Πάφου. Η οικογένεια αποτελούσε ισχυρή πραγματικότητα στη σκέψη και τα αισθήματα όλου του κόσμου και πιο πολύ στους νεαρούς εφήβους. Έτσι τόνιζαν την καταγωγή και τις καταβολές τους. Τον κοίταξε  κι ένιωσε κάποια αμηχανία. Κανένας από τους πέντε φίλους δεν είπε ποτέ ψέματα στους άλλους, ποτέ δεν έκρυψαν τίποτα, ό,τι είχαν στην καρδιά ήταν κοινό. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι τώρα είχε κάτι να κρύψει.
Τον κοίταζε επίμονα ο Σωτήρης και το ειρωνικό χαμόγελο κρεμόταν στα χείλια του. Ούτε κι ο Αντρέας έκανε κάποια κίνηση να τον διευκολύνει. Στεκόταν κι αυτός σοβαρός κι αμίλητος και παρακολουθούσε. Η αμηχανία του μεγάλωσε. Έσκυψε το κεφάλι και με τη μύτη του παπουτσιού του σκάλισε μια σταλιά χώμα, που πατούσε κι ένα μικρό ματσικόριδο, από αυτά που βλαστούν με τις πρώτες βροχές στις καφκάλες, ξεριζώθηκε κι έπεσε στην πέτρα, ολόκληρο, μαζί με τον βολβό του. Έσκυψε και το μάζεψε. Το μύρισε κι ένοιωσε τη μεθυστική ευωδιά του σαν βάλσαμο στη ψυχή του.
- Χριστάκη Ταπακούδη, μη μας λες σαν δεν θέλεις, είπε ο Σωτήρης Παχίτης και ξέσπασε σε γέλια. Πάμε να παίξουμε βόλεϊ με τα κορίτσια. Αφήσαμε τον Τόμη να τις μονοπωλεί.
Τόμης ήταν ο γυμναστής τους, ο Χρυσόστομος Χαμπιαουρίδης, που οι μαθήτριες τον θαύμαζαν, όπως ήταν στιβαρός και ηλιοκαμένος και, προπαντώς, ελεύθερος. Ο Αντρέας, όμως, τους σταμάτησε. Έπιασε τον Σωτήρη από το χέρι.
- Μάθατε τι έγινε χτες; ρώτησε.
Τον κοίταξαν με περιέργεια. Πήγε εκείνος και κάθισε σε μια πέτρα. Ο Σωτήρης και ο Χριστάκης πήγαν κοντά του. Εκείνη τη στιγμή τους πλησίασαν και ο Αχιλλέας Καμιναράς, μαζί με τον Ηλίκο Ηλιάδη και τον Μιχαλάκη Ευσταθίου, δυο άλλους συμμαθητές τους. Έτσι ο Παχίτης βρέθηκε να μιλά προ καλού ακροατηρίου.
- Χτες το απόγευμα, έλεγε, σχεδόν να είχαμε μάχη αστυνομίας και Τούρκων. Στον δρόμο των δικαστηρίων, κοντά στο  τζαμί τ’ Άη Νικόλα, η αστυνομία σταμάτησε ένα μικρό αυτοκίνητο που το οδηγούσαν δυο Τούρκοι. Τους ζήτησαν να ανοίξουν το πορτμπαγκάζ για να το ερευνήσουν, αρνήθηκαν, άρχισαν να φωνάζουν και να απειλούν, έτρεξαν άλλοι πέντε-έξι Τούρκοι, που βγήκαν από το τζαμί, φώναζαν κι έβριζαν τους αστυνομικούς, σχεδόν ν’ αρχίσουν τις μπουνιές. Τελικά οι αστυνομικοί υποχρεώθηκαν να τους αφήσουν να φύγουν χωρίς να τους ερευνήσουν. Λένε ότι το πορτμπαγκάζ ήταν γεμάτο όπλα.
Οι έφηβοι ξέχασαν τα κορίτσια, που έπαιζαν και γελούσαν πιο κάτω κι άκουαν τις τσιριμόνιες και τα χαριεντίσματα τους. Μόνο ο Αντρέας Χριστοδουλίδης έκανε μια παρατήρηση για τον Τόμη, ότι ήταν φοβερός κι ότι σκόπιμα έστελλε τη μπάλα να κτυπά στην ηβική περιοχή των κοριτσιών. Οι άλλοι δεν πρόσεξαν την παρατήρησή του. Δεν φάνηκε να τον ενοχλεί η αδιαφορία τους σ’ ένα τόσο σοβαρό θέμα.
- Εγώ δεν πιστεύω ότι οι Τούρκοι μετάφεραν οπλισμό, είπε λιγάκι πικαρισμένος. Η αστυνομία είναι πολύ προκλητική, συνήθως. Διαδίδουν κάμποσα πράγματα και ύστερα φτάνουν για να εξαργυρώσουν. Κι αν δεν βρουν και τίποτα ποιος θα τους κατακρίνει; Τη δουλειά τους κάνουν. Μα τους πολίτες τους ταλαιπωρούν, τους εκνευρίζουν, τους εξαγριώνουν.
- Δεν συμφωνώ με τον Χριστοδουλίδη, επέμβηκε έντονα ο Μιχαλάκης Ευσταθίου. Εγώ είμαι σίγουρος ότι κάτι είχαν να κρύψουν και γι’ αυτό δεν δέχτηκαν την έρευνα.
Ήρθε η ώρα να φύγουν και οι έξι συμμαθητές δεν είχαν ακόμα τελειώσει τη συζήτηση, που τη συνέχισαν και στον δρόμο της επιστροφής. Θυμήθηκαν κι άλλα περιστατικά που συνέβησαν και σε άλλες επαρχίες και δεν χρειαζόταν κανείς να είναι σοφός για να συμπεράνει ότι οι Τούρκοι δεν ησύχαζαν, ότι ετοιμάζονταν για κάτι κι ότι και οι Έλληνες έπρεπε να προετοιμαστούν. Ο Χριστάκης άκουε, χωρίς να παίρνει μέρος στη συζήτηση, μα οι άλλοι ούτε που το πρόσεξαν.
Πίσω στο σχολείο βρήκε το ποδήλατό του με το λάστιχο τρυπημένο, έτσι χρειάστηκε να το σπρώξει, κρατώντας ανασηκωμένο τον τροχό με το τρυπημένο λάστιχο, για να μην καταστρέψει το εσωτερικό. Το πήγε στο μαγαζάκι του Γιώρκου του Πιστέντη, για να το κολλήσει. Ο Γιώρκος ήταν πρώτος ξάδερφος της μητέρας του, της Στασούς, ο Πιστέντης, ο πατέρας του, ήταν αδερφός της στετές της Δεσποινούς. Δεν τον βρήκε μέσα. Δεν είχε ακόμα επιστρέψει από το μεσημεριανό του διάλειμμα και υποχρεώθηκε να τον περιμένει για πάνω από μισή ώρα.
Επέστρεψε κάποτε ο Γιώρκος, του επιδιόρθωσε το ελαστικό κι αυτό βερεσέ γιατί δεν είχε το μισό σελίνι που του ζήτησε. Καβάλησε το ποδήλατο κι έφυγε. Βγαίνοντας από το Κτήμα, εκεί στη γωνιά των μαγαζιών του Κόκκινου, είδε τον στραο-Μουσταφά, τον Τούρκο, να στέκεται στην άκρη του δρόμου, κρατώντας κι αυτός το ποδήλατό του. Κάτω από κανονικές συνθήκες δεν θα έδινε καμιά σημασία στη παρουσία του. Μετά, όμως, από όλη εκείνη τη συζήτηση που είχε με τους συμμαθητές του και την πρόταση από τον Μούσκο και τον Αριστείδη, όλα πια του φαίνονταν ύποπτα. Οι Τούρκοι κάτι ετοίμαζαν. Κάτι φοβερό!
Ανησύχησε η Στασού που ο γιος της καθυστέρησε να επιστρέψει από το σχολείο. Η Στέλλα, όπως και ο Κωστάκης, ήταν ήδη στο σπίτι από ώρα, οι μικρότεροι, ο Κυριάκος και η Έλλη ήρθαν για μεσημεριανό κι επέστρεψαν στο δημοτικό σχολείο για το απόγευμα. Ο ήλιος έγερνε και ο Χριστάκης δεν είχε ακόμα φανεί. Τον έβλεπε που ήταν ανήσυχος και μυγιάγγιχτος τελευταία και ο νους της πήγαινε σε χίλια δυο πράγματα, εκτός, βέβαια, από την εφηβεία. Το αγόρι της δεν θα μεγάλωνε ποτέ από αυτή την άποψη. Ούτε θα είχε έγνοιες για το μέλλον. Παράξενα πράγματα στη σκέψη μιας μητέρας που πριν ακόμα φτάσει τα σαράντα είχε τρεις έφηβους στην οικογένεια και άλλα τρία, μικρότερα παιδιά κι αν δεν ήταν η υστερεκτομή πριν από τρία χρόνια, θα είχε τουλάχιστον ακόμα ένα παιδάκι, κι ένα που γεννήθηκε πρόωρα και πέθανε μερικές μέρες μετά τη γέννηση, λίγο προτού χειρουργηθεί, θα είχε ξεπεράσει και την κουμέρα της την Παναγιωτού. Και γιατί έκανε τη σύγκριση με την Παναγιωτού, ήταν γιατί πολύ συχνά ο άντρας της, ο Χαμπής, την ανάφερε και την κάκιζε που δεν βρήκε ένα τρόπο να μη γεννά κάθε δεκαπέντε μήνες, ανελλιπώς. Καταλάβαινε το υπονοούμενο η Στασού, μα δεν ήταν και τίποτα που μπορούσε η ίδια να κάνει για να αποφεύγει τις συχνές εγκυμοσύνες. Και βέβαια ο Χαμπής είχε απαιτήσεις μόνο από εκείνη και, όπως συμβαίνει σ’ όλους τους φτωχούς υπανάπτυχτους, τα παιδιά έρχονταν σαν πλούσια παραγωγή πατάτας. Στεναχωριόταν να σκέφτεται έτσι, το θεωρούσε αμαρτία. Αγαπούσε μέχρι πάθους τα παιδιά της, μα τι να σου κάνει, είχαν και τις ανάγκες τους και θα ήθελε να τους προσφέρει, τουλάχιστον τα απαραίτητα. Μιλούσε λίγο με τις φιλενάδες της, μερικές τα κατάφεραν να έχουν μόνο δυο ή τρία παιδιά. Της έλεγαν για τις μεθόδους αντισύλληψης, μα ντρεπόταν μετά να τις συζητήσει με τον άντρα της. Τέλος πάντων, τώρα πια όλα είχαν τελειώσει, η μήτρα της μετατράπηκε σ’ ένα τεράστιο όγκο και της την αφαίρεσαν, φοβόταν κιόλας τα χειρότερα, δεν έφευγε από το νου της ότι είχε καρκίνο και της το απέκρυψαν. Άλλωστε κι εκείνη η θεραπεία με «ηλεκτρισμούς», έτσι της τους είπαν, που της έκανε ο γιατρός ο Σουλιώτης στο νοσοκομείο της Λεμεσού, δυνάμωνε τις υποψίες της. Τρία χρόνια μετά, όλα πήγαιναν καλά, βέβαια, ο Θεός είναι μεγάλος, τουλάχιστον να ζήσει μέχρι να μεγαλώσουν τα παιδιά.
Αναστέναξε κι έμεινε για λίγο να κοιτάζει το κενό. Τη σκέψη της γέμισε η εικόνα της Μυροφόρας. Της καλύτερης της φιλενάδας, που πέθανε πριν μερικούς μήνες κι άφησε δυο μικρά παιδιά στον άντρα της, τον Παναγιωτάκη. Ένιωσε το σκληρό κάψιμο στην καρδιά, της ερχόταν να κλάψει. Τόσο νέα, τόσο όμορφη. Με τα μεγάλα, μαύρα μάτια της, γεμάτα έρωτα και φωτιά. Καρκίνο είχε, της αφαίρεσαν κι εκείνης τη μήτρα λίγο μετά τα τριάντα. Μα ο καρκίνος ξανάρθε πολύ γρήγορα. Στον πνεύμονα τη δεύτερη φορά και τη σκότωσε. Πήγε στην κηδεία της, στο Κτήμα. Πολλές μέρες μετά την έκλαιγε. Και τώρα ακόμα. Ένα χοντρό δάκρυ κύλισε στο μάγουλό της και βιάστηκε να το σφουγγίσει, μην τη δουν τα παιδιά.
Ακούστηκε στην αυλή το ποδήλατο. Ο χαρακτηριστικός θόρυβος του χαλαρού φτερού, που κτυπούσε στο σκαμπανέβασμα των ρόδων στο ανώμαλο έδαφος. Ανάπνευσε με ανακούφιση. Ήρθε κι ο Χριστάκης, τίποτα δεν είχε συμβεί. Ήταν πίσω σώος κι αβλαβής. Μπήκε μέσα, κρέμασε το πηλίκιο σ’ ένα καρφί στον τοίχο και πήγε κι άνοιξε την κατσαρόλα. Σίγουρα θα πεινούσε. Με ένα τσάι με σακχαρούχο γάλα ήταν από το πρωί. Δεν ενθουσιάστηκε, σίγουρα, από τα βραστά κουκιά με κολοκύθι, που είχε μαγειρέψει. Δεν ήταν δύσκολος με το φαγητό. Πώς να ήταν άλλωστε, που στην ηλικία του θα έτρωγε και πέτρες για να χορτάσει την πείνα του. Ούτε και παραπονιόταν εύκολα. Μα τα κουκιά δεν ήταν σίγουρα και η αδυναμία του. Τον άκουσε που ζήτησε από τα αδέρφια του να βγουν από την κουζίνα για να αλλάξει. Και σε λίγο τον είδε, με τα παλιά, πολυτριμένα ρούχα του σπιτιού, να βγαίνει και να πηγαίνει να φροντίσει τα ζώα, χωρίς να φάει.
Έτρεξε από πίσω του. Αυτό δεν είχε ξανασυμβεί. Να μην καθίσει να φάει, έστω και βιαστικά, και να κάνει μετά τις δουλειές που του αναλογούσαν. Στην άκρη της αυλής κοντοστάθηκε. Τον είδε να μπαίνει στον στάβλο, που ήταν άδειος. Τις κατσίκες τις είχε βγάλει η ίδια από το πρωί και τις σχοίνινε στο χαρουπώνα. Τα σκοίνα είχαν γλυκάνει από τις φθινοπωριάτικη βροχή, τα ζώα τα μασούσαν με ευχαρίστηση, μαζί και με τα τρεμίθια τους που είχαν πια μαυρίσει. Δεν έκανε πολλή ώρα στον στάβλο ο Χριστάκης. Βγήκε και ήταν αμίλητος και σοβαρός. Μάνα ήταν, δεν μπορούσε να μη νιώθει ότι κάτι παίδευε τη σκέψη του.
- Θα έπρεπε να φας, του είπε σχεδόν θυμωμένα. Αυτά είχα, αυτά μαγείρεψα.
Την κοίταξε και διάβασε το χαμόγελο στα μάτια του. Μαλάκωσε η καρδιά της με μιας. Μα και η ανησυχία της μεγάλωσε. Κάτι της έκρυβε.
- Θα φάω μετά, της είπε στα πεταχτά κι έφυγε βιαστικά κατά τον χαρουπώνα.
Πριν ξεδέσει τις κατσίκες, ο Χριστάκης, έκανε για λίγο τις συνηθισμένες του ασκήσεις. Έριχνε δίσκο, με μια πλακουτσή πέτρα, που μάζεψε από το διπλανό πετροκοπιό. Έριχνε και λιθάρι κι ακόντιο. Είχε φτιάξει ένα ξύλινο ακόντιο, που όμως ο ήλιος το είχε στρεβλώσει λιγάκι, κάνοντας το ρίξιμο άβολο και δύσκολο. Έκανε επικύψεις κι έλξεις σ’ ένα χοντρό κλαρί μιας χαρουπιάς. Ήταν οι ασκήσεις που έκανε καθημερινά. Κάποτε πήγαινε και στο νέο γήπεδο του χωριού, στον Αϊ Νικόλα, όπου έκανε προπόνηση στο τρέξιμο και στην τάφρο.
Είχε κάτι πολύ σοβαρό να σκεφτεί. Αυτή δεν ήταν μια μέρα σαν τις άλλες. Ένιωθε περήφανος που του ζήτησαν να πάρει μέρος στο νέο Αγώνα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ουσιαστικά δεν χρειαζόταν να σκεφτεί ποια θα ήταν η απάντησή του. Ολόψυχα ναι! Δεν ήταν αυτό που παίδευε τη σκέψη του. Άραγε σε πόσους άλλους είχε γίνει η ίδια πρόταση; Και θα ήταν κανένας που θα έλεγε όχι; Γιατί, χρειαζόταν να μην είναι κομμουνιστής; Αυτούς θα τους άφηναν και πάλι έξω; Όπως έγινε και την πρώτη φορά; Αυτό το ερώτημα θα τον βασάνιζε για μέρες. Ενώ έλυνε τα σχοινιά των κατσικιών και τα ελευθέρωνε να περπατήσουν και να βοσκήσουν το χορταράκι που πρόβαλε δειλά, άφηνε και τη σκέψη του να περιπλανιέται σε περασμένα συμβάντα που πολύ ευχόταν να μην είχαν γίνει. Πιο πολύ τον βασάνιζε εκείνο που έγινε με τον Αντρέα, τον Τάρζαν, πριν από ένα χρόνο.
Η αδερφή του, η Στέλλα, του παραπονέθηκε ότι οι Τούρκοι μαθητές από τη Λέμπα, που περνούσαν από τη Χλώρακα για να πάνε στο δικό τους γυμνάσιο, στο Κτήμα, τους έστηναν καρτέρι και τις ενοχλούσαν, με πειράγματα και κακόγουστο φλερτάρισμα. Το θεώρησε αιτία πολέμου. Τα Τουρκάκια έπρεπε να φάνε ξύλο. Αυτό θα το έκανε, βέβαια, κι αν ακόμα οι κορτάκηδες ήταν Έλληνες. Τώρα, όμως, το θέμα έμπαινε και λίγο εθνικά. Δεν είχε σημασία αν και οι Έλληνες έφηβοι φλέρταραν τα κορίτσια των Τούρκων, ακόμα κι έξω από την αυλή του σχολείου τους. Τώρα εκφράστηκε καθαρό παράπονο και σαν σωστός αδερφός και παλικάρι, όφειλε να το αντιμετωπίσει. Κι επειδή το θέμα ήταν και λίγο εθνικό, έπρεπε να καλέσει κι άλλους να στήσουν καρτέρι, ν’ αντροκαλέσουν τους Τούρκους μαθητές, να παίξουν ξύλο και ν’ αποκαταστήσουν την τιμή. Κι επειδή οι ένοχοι Τούρκοι ήταν πέντε, κάλεσε τέσσερις συμμαθητές του κι εκείνος μαζί πέντε κι έστησαν καρτέρι στο δίστρατο. Και νάσου εκεί και τον Αντρέα τον Τάρζαν - αυτό ήταν το παρατσούκλι του - να θέλει κι αυτός να πάρει μέρος και να θέλει κι αυτός να δείρει τους Τούρκους.
Ο Αντρέας ήταν δυο χρόνια μικρότερος και ο Χριστάκης φοβόταν ότι θα εκτίθετο σε πολύ μεγάλο κίνδυνο, αν και του αναγνώριζε παλικαριά και θράσος. Πίστευε ότι εκείνος ο ίδιος θα ήταν κατά κάποιο τρόπο υπεύθυνος και υπόλογος αν του συνέβαινε κάτι πιο σοβαρό από το να δεχτεί μερικές γροθιές. Άλλωστε, υπήρχαν φήμες ότι οι Τούρκοι κρατούσαν μεγάλους σουγιάδες και σίγουρα θα τους χρησιμοποιούσαν στον καβγά τους.
- Αντρέα, του είπε χαμηλόφωνα, αφού τον τράβηξε παράμερα για να μη τους ακούν οι άλλοι, πρέπει να φύγεις γιατί τα πράγματα είναι πολύ επικίνδυνα.
- Δεν φοβούμαι τίποτα, του απάντησε με θράσος κι ακούμπησε το ποδήλατό του στην άκρη του δρόμου. Γιατί δηλαδή, από όλους να φύγω εγώ;
- Γιατί είσαι πολύ μικρός και θα πρέπει να προσέχουμε κι εσένα, του τόνισε και ανασήκωσε το ποδήλατό του, για να του τονίσει ότι δεν σήκωνε κουβέντα κι ότι έπρεπε απαξάπαντος να φύγει.
- Δεν πάω πουθενά, έχω και τον σουγιά μου! Από την τσέπη του έβγαλε ένα μικρό σουγιά και τον άνοιξε επιδεικτικά. Και ο Αλέξαντρος, που είναι μαζί σας, δεν είναι μικρός; Και είμαι εγώ που τον περνώ και δυο μήνες;
Είχε δίκιο. Στην ομάδα της ενέδρας ήταν κι ο Αλέξαντρος, πολύ μικρός κι αυτός για τη δουλειά. Ο Χριστάκης δεν είχε κάτι να αντείπει. Ο Αντρέας, οπωσδήποτε έπρεπε να φύγει και μάλιστα αμέσως γιατί όπου να ’ταν θα έφταναν οι Τούρκοι. Του άρπαξε το χέρι και τον ταρακούνησε κι άκουσε τον εαυτό του να μιλά αλόγιστα και να βγάζει απωθημένα που είχε πιστέψει πως τα είχε ξεπεράσει από καιρό.
- Να φύγεις αμέσως, του είπε. Να φύγεις αμέσως γιατί είσαι κομμουνιστής.
Κατά βάθος δεν είχε ποτέ συγχωρέσει το ΑΚΕΛ και τους κομμουνιστές του, που ένιωθε ότι, όχι μόνο δεν υποστήριξαν, μα αντίθετα πολέμησαν κιόλας τον Αγώνα και την ΕΟΚΑ. Αν και με τον Αντρέα τον Τάρζαν, όπως και με τον μεγαλύτερο αδερφό του τον Ρωτοκλή, συνδέονταν πολύ στενά, ήταν φίλοι, καθημερινά συναντιόνταν στο παιγνίδι και στο βόσκημα των κατσικιών, μιλούσαν ελεύθερα ακόμα και για τα ιδεολογικά τους, για χρόνια τώρα δεν ήρθαν σε ρήξη ή μάλωσαν. Στενοί φίλοι με αδερφική σχέση, θα έλεγε κανένας. Τώρα, γιατί το είπε αυτό, ποτέ δεν θα συγχωρούσε τον εαυτό του. Του ξέφυγε, στην προσπάθειά του να διώξει τον μικρό του φίλο για να μην εκτεθεί στον κίνδυνο.
Είδε το πικρό παράπονο στα μάτια του ενώ έπαιρνε το ποδήλατό του κι έφευγε με το κεφάλι σκυφτό. Τον είχε πληγώσει αχρείαστα κι άκαρδα. Σφίχτηκε η καρδιά του. Πολύ θα ήθελε να τον πάρει πίσω, να τον φωνάξει και να του ζητήσει συγγνώμη. Μα ήξερε ότι ήταν πια αργά, ότι από το στόμα του ξέφυγε λόγος που δεν πλήγωσε μόνο εκείνον, στον οποίο απευθυνόταν μα κι αυτόν τον ίδιο.
Οι Τούρκοι μαθητές δεν πέρασαν από το σημείο της ενέδρας, η μάχη δεν δόθηκε. Κρύωσε το αίμα των παιδιών, δεν θα ξανάστηναν την ενέδρα τους, αυτό ήταν σίγουρο, αλλά ήταν και βέβαιοι ότι κάπου θα έβρισκαν μια ευκαιρία να ξεπλύνουν την εθνική και οποιανδήποτε άλλη τιμή τους που θίχτηκε από το φλερτ των Τουρκόπουλων προς τις αδερφές τους. Την επομένη, όμως, πολύ πρωί, ενώ ο Χριστάκης, πάνω στο ποδήλατο πήγαινε στο σχολείο, συναπαντήθηκαν με τον Στάθιο, τον πατέρα του Αντρέα. Κι εκείνος πάνω στο ποδήλατο, ροβολούσε την κατηφόρα από το σπίτι του. Πήγαινε στη δουλειά του. Μόλις τον είδε σταμάτησε κι ακούμπησε το πόδι κάτω, χωρίς να κατέβει από το ποδήλατο. Τον καλημέρισε, μα εκείνος, χωρίς ν’ ανταποδώσει, του φώναξε με θυμό:
- Ρε παιδί, εσύ είσαι που είπες κομμουνιστή το γιό μου τον Τάρζαν;
Τα έχασε. Τον Στάθιο τον εκτιμούσε πάρα πολύ, στο σπίτι τους πήγαινε πολύ συχνά. Με τον πατέρα του, τον Ρωτόκλιτο, είχαν μια ιδιαίτερη σχέση δάσκαλου και μαθητή, κοινωνικού δάσκαλου και συνεπούς μαθητή, πολύ του κακοφάνηκε εκείνη η παρατήρηση κι ο έντονος θυμός που ένιωθε μέσα στα λόγια του. Αν και του άξιζε. Κι όταν το σκεφτόταν μόνος του, έβρισκε ότι αυτό που του έκανε ήταν πολύ λιγότερο από ότι εκείνος έκανε στο μικρό Αντρέα.
Από τότε άλλαξε και τον τρόπο σκέψης του. Ευτυχώς δεν διακόπηκαν οι σχέσεις του με τον Αντρέα και τ’ αδέρφια του κι ένιωθε πολύ ευτυχής γι αυτό. Και να που τώρα, έρχεται ο Νικόλας ο Μούσκος και ο Αριστείδης Παπαδιοφάντους, έτσι συνήθιζε να τον φωνάζει, να τον προσκαλούν στον μυστικό αγώνα και να θεωρούν προϋπόθεση το ότι δεν ήταν κομμουνιστής. Καθισμένος κάτω από μια χαρουπιά, παρακολουθώντας τις αίγες να μαζεύουν την τροφή τους στις άκριες των ψηλών σκοίνων, παίδεψε τη σκέψη του πιο πολύ αν έπρεπε και οι κομμουνιστές να εμπλακούν αυτή τη φορά ή αν θα έμεναν απέξω για να κάνουν εύκολη κριτική, παρά αν έπρεπε ο ίδιος να δεχτεί την πρόταση για συμμετοχή. Ή μήπως είχε κιόλας αποφασίσει και δεν υπήρχε χώρος για άλλο προβληματισμό;
Πώς ήξεραν, άραγε, οι συμμαθητές του ότι δεν ήταν κομμουνιστής; Ποτέ δεν συζήτησε κάτι τέτοιο με κανένα. Ήταν ένας ήσυχος και σοβαρός μαθητής, που πιο πολύ έκανε παρέα με παιδιά των μικρότερων τάξεων και με τους οποίους συζητούσε κυρίως τις δυσκολίες που συναντούσαν στα μαθήματά τους. Ούτε κι ο ίδιος ήξερε τα φρονήματα των συμμαθητών του, ούτε ποτέ τους ρώτησε τι πίστευαν, ούτε και νοιαζόταν. Αντίθετα, κάποιος θα τον θεωρούσε κι αριστερό, αφού υποστήριζε, όχι βέβαια με φανατισμό, τον Ολυμπιακό Πειραιώς. Ήταν γνωστό ότι οι δεξιοί υποστήριζαν τον Παναθηναϊκό ή την ΑΕΚ και οι αριστεροί τον Ολυμπιακό.
Ζούληξε λίγο το μυαλό του από πού μπορεί να έβγαλαν το συμπέρασμα ότι δεν ήταν κομμουνιστής. Η οικογένειά του είχε πάρει μέρος στον Αγώνα, μα αυτό δεν ήταν γνωστό στους συμμαθητές του. Όχι, δεν ήταν αυτό. Δεν είχε με κανένα ιδεολογική αντιπαράθεση, απόφευγε τέτοιες συζητήσεις. Είχε φίλους που ποτέ δεν κατάλαβε τα φρονήματά τους. Ούτε τον ένοιαζε τι πίστευαν. Όχι δεν ήταν ούτε αυτό. Τι ήταν λοιπόν; Λίγες μέρες πριν δημοσιεύτηκε ότι έγινε δεκτός σαν μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Νεολαίας. Είχε κάνει αίτηση πριν από πολλούς μήνες και τον δέχτηκαν. Και το όνομά του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθερία. Έτσι γινόταν. Φαίνεται ότι έτσι εξυπηρετούνταν και τα συμφέροντα κάποιων πολιτικών, που βρίσκονταν πίσω από την Οργάνωση. Μήπως από αυτό τον είχαν κρίνει;
Το βράδυ ο Χαμπής ξάπλωσε νωρίς γιατί έπρεπε να ξεκινήσει πρωί-πρωί να παραδίδει αμμοχάλικα για την κατασκευή του δρόμου στην Αγία Βαρβάρα. Είχε φορτωμένο το αυτοκίνητο από την προηγουμένη. Θα κατάφερνε να κάνει άλλα τρία φορτία όλη μέρα. Θα εργαζόταν και το Σαβατοκυρίακο και την εβδομάδα που θα ακολουθούσε θα μετάφερε και δέκα φορτία κροκάλες από τον ποταμό της Αχέλιας για να φτιαχτεί το υπόστρωμα του δρόμου μέσα στο χωριό. Ήταν μια δουλειά που την κέρδισε σε πολύ χαμηλή τιμή. Ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος και οι δουλειές λιγοστές. Είχε πολλή δουλειά και λίγο χρόνο. Καθυστέρησε να την ξεκινήσει γιατί είχε μετατρέψει την κάσα για να μεταφέρει σταφύλια από την Πάφο στα εργοστάσια της Λεμεσού. Τώρα ήταν υποχρεωμένος να προλάβει μέσα σε λίγες μέρες ότι κανονικά θα χρειαζόταν δυο μήνες. Ευτυχώς υπήρχε πρώτη ύλη, τόσο στη θάλασσα, όσο και στον ποταμό. Βρήκε τρεις καλούς εργάτες που του φόρτωναν αμμοχάλικα από το ξημέρωμα μέχρι το βράδυ κι άλλες πέντε εργάτριες από την Αναρίτα για να μαζεύουν και να φορτώνουν τις κροκάλες του ποταμού. Ήταν αρκετά στενοχωρημένος γιατί στην επαρχιακή διοίκηση, όπου πήγε για να του πληρώσουν κάποια παλιά χρωστούμενα, τον απείλησαν ότι θα του έπαιρναν τη δουλειά γιατί ήταν πολύ καθυστερημένος. Κι ότι θα την έδιναν στον δεύτερο επιτυχόντα και θα ήταν υποχρεωμένος να καλύψει την οικονομική διαφορά. Αν γινόταν αυτό θα καταστρεφόταν για καλά. Δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να καλύψει τη διαφορά και ο νόμος προνοούσε ακόμα και φυλάκιση σε τέτοια περίπτωση. Ήταν στενοχωρημένος και για κάτι άλλο. Εκείνο το απόγευμα ανακοινώθηκε και ποιος κέρδισε την προσφορά για την επίστρωση των δρόμων της Χλώρακας με μέλανο και δεν ήταν αυτός. Είχε δώσει πολύ χαμηλή τιμή, τεσσεράμισι σελίνια την κυβική υάρδα, και πίστευε ότι πιο κάτω θα ήταν πια ζημιά. Κι όμως βρέθηκε κάποιος να δώσει ακόμα πιο χαμηλή τιμή. Έτσι καταστρέφεται το παζάρι, σκεφτόταν κι ο ύπνος έφευγε. Ήταν πολύ κουρασμένος και χρειαζόταν πολύ τον ύπνο. Άλλωστε και η επόμενη μέρα θα ήταν ακόμα πιο κουραστική. Δεν τον έφτανε που χρειάστηκε ακόμα και να πάρει κι αυτός το φτυάρι και να φορτώνει, αργά το απόγευμα έπεσε και στη θάλασσα, εκεί που φόρτωναν κι απόλαυσε ένα παράκαιρο μπάνιο. Το χρειαζόταν, ο καιρός ήταν καλός, το νερό ζεστό, μα κολύμπησε λίγο παραπάνω κι αυτό του έφερνε γλυκιά χαύνωση τώρα κι όσο δεν κατάφερνε να κοιμηθεί το σώμα του επαναστατούσε κι έκανε τον εκνευρισμό του πιο δυνατό.
Και δεν ήταν μόνο τα δικά του. Δίπλα του άκουε την ήσυχη αναπνοή της Στασούς που είχε ήδη αποκοιμηθεί, από το άλλο δωμάτιο, όμως, ένιωθε τον μεγάλο του γιο να μην κοιμάται κι αυτός, να στριφογυρίζει και ν’ αναστενάζει. Αυτό τον εκνεύριζε ακόμα πιο πολύ, ήθελε να σηκωθεί, να βγει έξω και να καπνίσει ένα τσιγάρο. Τον άκουσε δυο τρεις φορές να βήχει. Ήταν σίγουρος πως δεν ήταν κρυωμένος, λίγο πιο νωρίς μελετούσε και ήταν γεμάτος υγεία. Κάτι άλλο τον βασάνιζε. Μια ιδέα του μπήκε στο μυαλό. Υποψιαζόταν ήδη ότι κάτι οργανωνόταν, ότι οι θερμοκέφαλοι κάτι ετοίμαζαν εναντίον των Τούρκων. Το παιδί του είχε την κατάλληλη ηλικία για να τον εντάξουν κι αυτόν. Πολύ θα τον ανησυχούσε κάτι τέτοιο. Προσπάθησε να διώξει τη σκέψη. Ήταν αδύνατο. Ξέχασε τα δικά του κι ο νους του ταξίδεψε σε χίλιους κινδύνους που κάποιοι δημιουργούσαν για τη νεολαία και τον δικό του γιο. Και τι θα γίνει; αναρωτιόταν και τρόμαζε. Η Τουρκία θα επέμβει, θα έχουμε εισβολή και θα μας πάρει ο διάβολος.
Δεν μπορούσε άλλο ν’ αποφύγει το κάπνισμα. Σηκώθηκε και βγήκε. Κάθισε στο κεφαλόσκαλο κι άναψε τσιγάρο. Ένιωσε τη βραδινή ψύχρα. Ήταν μόνο με το σώβρακο, ποτέ δεν χρησιμοποίησε πιτζάμα, ούτε και είχε τέτοιο πράγμα. Όλα ήταν ήσυχα, ο κόσμος κοιμόταν και ξεκουραζόταν μετά από μια σκληρή, κουραστική μέρα. Τα πεθερικά του, η Δεσποινού και ο Λεωνής, είχαν αποσυρθεί από πολύ νωρίς. Η αυλή ήταν έρημη, μόνο το γουργούρισμα των περιστεριών στον περιστερώνα ακούστηκε για λίγο.
Άναψε και δεύτερο τσιγάρο. Θυμήθηκε το περιστατικό στον Άι Νικόλα, στη μέση του Αγώνα, τότε που οι Τούρκοι κάτοικοι του χωριού τού επιτέθηκαν και είδε κι έπαθε μέχρι να ξεφύγει. Οι Τούρκοι είχαν σταθεί δίπλα στους Εγγλέζους, σκότωσαν κόσμο, δημιούργησαν καταστάσεις. Οι Έλληνες δεν τους συγχώρεσαν ποτέ για αυτό. Τους θεωρούσαν και υπαίτιους που δεν πραγματοποιήθηκε το αιώνιο όραμα της ένωσης με την Ελλάδα. Μα ένας νέος γύρος, σίγουρα θα έφερνε την Τουρκία ξανά στην Κύπρο. Είχε έξι παιδιά, τα οικονομικά του είχαν το χάλι τους, αυτό που χρειαζόταν, ο ίδιος κι ο καθένας, ήταν ειρήνη και μια δουλειά για να βγάζει το ψωμί του. Για δυο-τρία χρόνια μετά την ανεξαρτησία τα πήγε πολύ καλά. Απόκτησε τρία φορτηγά που εργάζονταν είκοσι τέσσερις ώρες, είχε δυο οδηγούς που τους πλήρωνε μεροκάματο, συνεταίρεψε με τον Βαγόρα, είδε φως της μέρας. Δυστυχώς δεν κατάφερε να κάνει κάποιο στίμα σ’ εκείνες τις καλές μέρες. Το καταραμένο το χαρτί τον συνεπήρε. Ό,τι κέρδιζε όλη τη βδομάδα, το έριχνε στην τσόχα το Σάββατο. Και το έχανε. Ήταν το πάθος του. Καταστροφικό για τον ίδιο και για την οικογένειά του.
Αναστέναξε. Δεν κουμάνταρε πια τον εαυτό του. Περίμενε το μεγάλο κέρδος και, η αλήθεια, του ήρθε πολλές φορές. Μα δεν του έμεινε ποτέ. Το έχανε στις μεγάλες ριξιές στις μέρες που ακολουθούσαν. Κι έμενε πάντα φτωχός. Ήταν δυστυχισμένος, καταριόταν τον εαυτό του, μα δεν μπορούσε να μείνει πίσω.
Άνοιξε η πόρτα και βγήκε ο Χριστάκης. Πήγε προς νερού του κι επιστρέφοντας κάθισε δίπλα του. Ένιωσε ότι κάτι ήθελε να του πει. Οι σχέσεις του με τον γιο του δεν ήταν και οι καλύτερες. Τα τελευταία χρόνια, δυο φορές τον είχαν βγάλει έξω από το σχολείο γιατί δεν κατάφερνε να πληρώσει το εισιτήριό του. Τον έβγαλαν έξω ενώ έδινε τις εξετάσεις του δεύτερου εξαμήνου κι αν δεν πλήρωνε αμέσως δεν θα επέστρεφε για να συνεχίσει. Ο ίδιος δεν μπόρεσε να τον βοηθήσει. Και τις δυο φορές, ήταν τόσο απένταρος που ακόμα και τα τσιγάρα του τα έπαιρνε βερεσέ. Ευτυχώς τα χρήματα βρέθηκαν, λίγο η γιαγιά η Δεσποινού, λίγο ο κουνιάδος του ο Κυριάκος, που εκλέχτηκε γραμματικός της συνεργατικής, ο Χριστάκης κατάφερε να συνεχίσει στο γυμνάσιο. Του έμεινε μόνο η ταλαιπωρία, να δίνει εξετάσεις μόνος του σαν μετεξεταστέος και το ρεζίλεμα στα μάτια των συμμαθητών του. Ούτε ο ίδιος, ούτε η Στασού μπόρεσαν να συνεισφέρουν έστω και μια λίρα εκείνη τη δύσκολη ώρα κι ένιωθε ότι δεν τους είχε συγχωρέσει.
Θα ήθελε να τον ενθαρρύνει να του εκμυστηρευτεί τι τον βασάνιζε. Μα δεν το έκανε. Κι εκείνος σηκώθηκε χωρίς να πει τίποτα και ξαναμπήκε μέσα.
- Πάρε δυο άσπρα, έχεις βήχα, του φώναξε μόνο κι έμεινε αμίλητος και δυστυχισμένος.
Το πρωινό ήταν όμορφο και λαμπερό, όπως όλα τα πρωινά του Νιόβρη στην Πάφο. Αυτή η ευλογημένη γη της ομορφιάς, όπως σκεφτόταν κι έλεγε ο Χριστάκης, που είναι μεγάλο προνόμιο να σε έχει γεννήσει και να τη χαίρεσαι. Εδώ της Αφροδίτης, γη του Αγαπήνορα και των Αρκάδων, των θρύλων του Διγενή και της πονηρής ρήγαινας, της δύναμης, της πέτρας του Ρωμιού και τη φοντάνα Αμορόζα. Λίγη βροχή, πολύς ήλιος, όχι ο ήλιος της ερήμου, μα ο ήλιος που φωτίζει και γονιμοποιεί τη σκέψη και φουντώνει τον έρωτα. Ο ήλιος και η μοσκομυρισμένη νύκτα που γεννούν ήρωες σαν τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη και τον Γεώργιο Παπαβερκίου.
Αυτές τις σκέψεις έκανε ο έφηβος κι ας ήταν παράταιρες με τη δική του, μικρή πραγματικότητα. Έκανε τις δουλειές που του αναλογούσαν, ήπιε βιαστικά το παχύ τσάι με μια κουταλιά ζαχαρούχο γάλα Βλάχας και ξεκίνησε για το σχολείο. Καβάλησε το ποδήλατό του, πίσω στη σκάλα κάθισε ο μικρότερος του αδερφός, ο Κωστάκης, που δεν είχε πάρει ακόμα το δικό του κι έπρεπε να τον κουβαλά, δίπλα του πήγαινε η Στέλλα, η αδερφή του. Τρία παιδιά, πάντοτε μαζί στο δρόμο. Ο δρόμος τραχύς, γεμάτος πέτρες, που συχνά ξέσκιζαν τα λάστιχα του ποδηλάτου κι αυτό δημιουργούσε σοβαρό πρόβλημα, γιατί το σχολείο απείχε τρία μίλια. Μια ώρα δρόμος ήταν με τα πόδια. Έτσι τα παιδιά ξεκινούσαν πάντα νωρίς, μπροστά στο ενδεχόμενο να χρειαστεί να περπατήσουν.
Άκουε τον Κωστάκη να σιγοψιθυρίζει ένα τραγούδι του Θεοδωράκη, η Μυρτιά πρέπει να ήταν, και τον χαιρόταν. Η Στέλλα συναπαντήθηκε με τη φιλενάδα της την Ερασμία, του Ευαγόρα του Λαούρη, και μαζί ποδηλατούσαν πιο μπροστά.
Έτσι έφτασαν στο πρώτο κατήφορο στα Διπλαρκάτζια. Κέρδισε ο κατήφορος τα κορίτσια και η απόστασή τους μεγάλωσε. Χάθηκαν στη μικρή στροφή, θα τις πρόφταινε στον ανήφορο. Ξαφνικά είδε το σκυλί, να έρχεται από τα αριστερά και να πέφτει στο δρόμο. Δεν είχε κανένα τρόπο να το αποφύγει. Πάτησε με δύναμη το φρένο, μα το ποδήλατο είχε κερδίσει ταχύτητα κι από τον κατήφορο, δεν απόφυγε τη σύγκρουση, κτύπησε το ζώο στη μέση, έβγαλε εκείνο μια άγρια κραυγή πόνου κι έφυγε στα χωράφια, το ποδήλατο ανασηκώθηκε στο μπροστινό τροχό και αναποδογυρίστηκε μαζί με τα δυο παιδιά που επέβαιναν.
Κατάφερε ο Χριστάκης να ξεμπλέξει κι έτρεξε κοντά στον αδερφό του που ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στην άσφαλτο. Εκεί ο δρόμος ήταν ασφαλτοστρωμένος από την εποχή τους Εγγλέζους. Φοβήθηκε ότι θα είχε κτυπήσει άσχημα, η σύγκρουση με το ζώο ήταν πολύ βίαια. Πέντε-έξι άλλα αγόρια, συμμαθητές τους από την Έμπα, που πήγαιναν κι αυτά στο σχολείο, κατέβηκαν από τα ποδήλατά τους κι έτρεξαν να τους βοηθήσουν. Ευτυχώς ο Κωστάκης δεν είχε σοβαρό κτύπημα, εκτός από ένα επιπόλαιο κόψιμο στο μέτωπο κι ένα πιο βαθύ στο χέρι που έσταζε λίγο αίμα και τα βιβλία του που χύθηκαν από την παλάσκα και σκόρπισαν στο οδόστρωμα. Τον βοήθησαν να τα μαζέψει, ένα από τα αγόρια έβγαλε το μαντήλι του και του σκούπισε τα αίματα. Βοήθησαν και τον Χριστάκη να φτιάξει το ποδήλατό του, που από τη σύγκρουση του είχε στραβώσει το τιμόνι.
Ο Χριστάκης, όμως, είχε κτυπήσει πιο πολύ. Το παντελόνι του ξεσκίστηκε και από ένα μεγάλο γδάρσιμο στο γόνατο έτρεχε το αίμα και του μούσκευε το πατζάκι. Τα άλλα παιδιά τον συμβούλεψαν να επιστρέψει στο σπίτι να καθαρίσει το τραύμα του και ν’ αλλάξει παντελόνι. Τον Κωστάκη ανάλαβε να τον μεταφέρει ένα άλλο από τα παιδιά.
Ο Χριστάκης επέστρεψε βιαστικά στο σπίτι. Κανένας δεν ήταν εκεί. Πήγε στη φουντάνα της αυλής, όμως το νερό είχε κοπεί. Αυτό γινόταν καθημερινά. Νερό τους έδιναν από τις έξι το βράδυ μέχρι τις έξι το πρωί κι όπως κανένας δεν διέθετε ντεπόζιτο, το παλιό πηγάδι της αυλής εξακολουθούσε να είναι απαραίτητο. Τράβηξε μια σίκλα νερό από το πηγάδι κι έπλυνε την πληγή στο γόνατο. Ήταν πολύ πιο βαθιά από ότι νόμισε στην αρχή. Ξανάρχισε να αιμορραγεί, μάταια τη πίεσε για ώρα με την παλάμη του. Δεν είχε και χρόνο πολύ στη διάθεσή του. Αν επέστρεφε καθυστερημένος στο σχολείο δεν θα τον δέχονταν στην τάξη και θα έχανε το μάθημα. Ήταν τόσο συνεπής που στα πέντε χρόνια στο σχολείο δεν είχε ούτε μια απουσία.
Δεν περίμενε να σταματήσει το αίμα. Έβαλε το δεύτερο του παντελόνι, ευτυχώς το είχε από προχτές πάρει από το καθαριστήριο, διαφορετικά δεν θα είχε τώρα τι να φορέσει. Ενώ έφευγε βιαστικά, ένιωθε το αίμα από το τραυματισμένο του γόνατο να του μουσκεύει το πατζάκι του καθαρού του παντελονιού. Μαζί του πήρε και το άλλο παντελόνι. Περνώντας θα το έδινε στον Νεόφυτο να του φροντίσει το σκίσιμο και να το καθαρίσει. Θυμήθηκε και το βερεσέ σιάξιμο του τρυπημένου λάστιχου του ποδηλάτου, την προηγούμενη. Δεν ζήτησε λεφτά γιατί ντράπηκε, ήξερε πόσο η μαμά δυσκολευόταν στα οικονομικά. Είχε σκεφτεί να ζητήσει από τον πατέρα του, όταν κάθισε κοντά του στο κεφαλόσκαλο, μα δεν το έκανε γιατί δεν ήξερε αν κρατούσε και δεν ήθελε να τον φέρει σε δύσκολη θέση κι αμηχανία. Και τώρα, αν το ποδήλατο είχε μεγαλύτερη ζημιά από τη σύγκρουση με τον σκύλο, με τι μούτρα θα πήγαινε να του το επιδιορθώσει; Δεν ζήτησε λεφτά ούτε για να πάρει παπούτσια και η τρύπα στη σόλα όλο και μεγάλωνε κι όταν πατούσε στο χώμα, ένιωθε την υγρασία να του μουσκεύει την κάλτσα. Μέχρι να τρυπήσει κι αυτή.
Την άλλη μέρα, όμως, την ώρα που θα ξεκινούσε για το σχολείο τόλμησε να το πει στη Στασού. Κι εκείνη του έδωσε μια λίρα και μισό σελίνι. Τόσα είχε, ήταν όλες της οι οικονομίες για να ράψει ένα φόρεμα για τα Χριστούγεννα, που πλησίαζαν. Το ήξερε ο Χριστάκης κι ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά. Να πάρεις ένα ζευγάρι από αυτά τα φτηνά με δέρμα του χοίρου, τα πουλούν στου Μπάτα, του είπε.
Όταν σχόλασε πήγε στο κατάστημα υποδημάτων του Μπάτα. Υπήρχαν δυο τέτοια καταστήματα, κοντά το ένα στο άλλο. Το πιο καλό και πιο ακριβό ήταν του Έβανς, κοντά στο βιβλιοπωλείο του Άξελ, δίπλα από το φωτογραφείο του Χαρίτου. Από εκεί έπαιρνε συνήθως παπούτσια, κατασκευασμένα στην Ελβετία. Τώρα, βέβαια, με μια λίρα, μόνο στου Μπάτα μπορούσε να μπει.
Ήταν μια καλή κυρία, στρουμπουλή, χαμογελαστή. Τον έβαλε να καθίσει στο χαμηλό σκαμπό και του έφερε ένα ζευγάρι παπούτσια, όπως της παράγγειλε. Εκεί που τον βοηθούσε να τα δοκιμάσει, τον ακούμπησε στο πληγωμένο γόνατο κι ένιωσε τον πόνο διαπεραστικό κι άθελά του άφησε μια πονεμένη κραυγή. Τον κοίταξε η κυρία, πρόσεξε και το ματωμένο παντελόνι και χωρίς να τον ρωτήσει καν του ανασήκωσε το πατζάκι. Φάνηκε η πληγή, ματωμένη κι ερεθισμένη.
- Έπρεπε να πάεις να σου τη ράψουν, του είπε αυστηρά.
Έφερε αντισηπτικό και την καθάρισε κι έριξε μετά από πάνω καθαρό αλκοόλ που τον έκαψε αφόρητα. Πετάχτηκε πάνω και πλήρωσε τα παπούτσια. Ούτε ένα ευχαριστώ δεν είπε. Βιαζόταν να κινήσει το πόδι του, ίσως το κάψιμο έφευγε πιο γρήγορα. Η καλή κυρία τον κράτησε για λίγο ακόμα. Από ένα συρτάρι πήρε δυο μεγάλα χάπια και του τα έδωσε. Δίστασε να τα πάρει.
- Πάρε, του είπε πειστικά. Δεν θα πληρώσεις. Είναι σουλφαμίδες και να τα πιεις. Ένα σήμερα κι ένα αύριο. Η πληγή σου πάει να μολυνθεί και τότε θα τρέχεις στους γιατρούς, αν δεν χάσεις και το πόδι σου!
Τον τρόμαξε για τα καλά. Βγήκε από το κατάστημα, κατέβηκε τα δυο ψηλά σκαλοπάτια και στάθηκε για λίγο στο δρόμο. Το ποδήλατό του ήταν στερεωμένο με το πατήδι στο πεζοδρόμιο. Κι ο Κωστάκης θα τον περίμενε εκεί στο γκαράζ του Δήμου, στο έβγα της πόλης για να τον πάρει μαζί του.
Απέναντι από το κατάστημα του Μπάτα, διαγώνια στο σταυροδρόμι, ήταν τα γραφεία και ο χώρος εκκίνησης των λεωφορείων της ΚΕΜ. Κι εκεί ήταν καταχωρημένο το σημάδι του παλιού του φανατισμού. Μια άλλη ιστορία, μια πράξη που τη μετάνιωσε την ίδια ώρα που την έκανε. Μια πράξη του που τον έφερε σε σύγκρουση με τον πιο αγαπημένο του συμμαθητή, τον Σοφοκλέους Σοφοκλή του Γιάννη. Ήταν ο πιο ήσυχος από τους συμμαθητές του, στην πρώτη τάξη του γυμνασίου. 52 συνολικά μαθητές σε μια τάξη, στριμωγμένοι σ’ ένα δωμάτιο στον πρώτο όροφο μιας πολυκατοικίας που ενοικιάστηκε για τις ανάγκες του σχολείου, που είδε ξαφνικά τους μαθητές να αυξάνονται πολύ πιο πάνω από όσους είχαν υπολογίσει.
Με τον Σοφοκλή κάθονταν στο ίδιο θρανίο, στις εσωτερικές θέσεις, μαζί με δυο άλλα παιδιά. Συνδέθηκαν στενά, ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί. Ήταν όμως τόσο καλοπροαίρετος, χωρίς εξάρσεις, με ένα καλό λόγο με τον καθένα που ήταν φυσικό να τον συμπαθεί. Κι ένιωθε περήφανος γιατί τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. Καθημερινά σχεδόν, όταν σχολνούσαν έπαιρναν μαζί τον δρόμο, πεζή, κατέβαιναν προς την αγορά, χάζευαν στα καταστήματα, σταματούσαν ανελλιπώς μπροστά στη βιτρίνα του Άξελ, έβλεπαν τα βιβλία και χώριζαν ακριβώς εκεί στο σταυροδρόμι της ΚΕΜ.
Ο Δεκέμβρης του 1959, ήταν ο μήνας των πρώτων προεδρικών εκλογών από την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου και τον τερματισμό του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ. Οι εκλογές θα γίνονταν στις 13 και τα πνεύματα είχαν ανάψει. Αντίπαλοι ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, που τον υποστήριζε η δεξιά και ο Γιάννης Κληρίδης που υποστηριζόταν από τη ενωτική παράταξη και το ΑΚΕΛ. Ο Χριστάκης υποστήριζε τον Μακάριο κι ο Σοφοκλής τον Γιάννη Κληρίδη. Ήξερε ο καθένας τα πιστεύω του άλλου, μα ποτέ δεν είχαν συγκρουστεί. Έμεναν φίλοι και πίστευαν και οι δυο ότι τη φιλία τους τίποτα δεν μπορούσε να τη διαταράξει. Κι όμως…
Είχαν φτάσει στο σταυροδρόμι και θα χώριζαν, ο Σοφοκλής για το σπίτι του, ο Χριστάκης θα έπαιρνε το δρόμο για το χωριό. Οι τοίχοι των καταστημάτων ήταν γεμάτοι συνθήματα για τους δυο υποψήφιους για τις εκλογές. Και αφίσες. Πιο πολλές του Κληρίδη. Χωρίς να το καλοσκεφτεί, ο Χριστάκης άπλωσε το χέρι και ξέσκισε μια από τις αφίσες του Κληρίδη. Μέσα από το μεγάλο υπόστεγο της ΚΕΜ κάποιος του φώναξε μπράβο κι αυτό τον ενθουσίασε. Άπλωσε και πάλι το χέρι και ξέσκισε ακόμα μια αφίσα.
Κάποιος του άρπαξε το χέρι. Στράφηκε. Ήταν ο Σοφοκλής. Ήταν ήρεμος, αν και του κρατούσε το χέρι σφικτά. Ακόμα πιο ήρεμη ήταν η φωνή του.
- Τι είναι αυτό που κάνεις; του είπε. Αν συνεχίσεις θα τσακωθούμε, θα πέσει και ξύλο, αν αυτό θέλεις…
Το σοκ ήταν δυνατό. Είχε κάνει μια αλόγιστη πράξη, που έθιξε τον συμμαθητή του. Για μέρες μετά τη σκεφτόταν. Άξιζαν άραγε την ανεξαρτησία που τους έδωσαν; Το κατάλαβε πλήρως πόσο αντιδημοκρατικά φέρθηκε και υποσχέθηκε στον εαυτό του να μην προσβάλει ξανά τα πολιτικά αισθήματα κανενός. Κι όμως το ίδιο λάθος έκανε μετά από τρία χρόνια με τον Αντρέα, τον Τάρζαν. Γιατί, το ήθελε ή όχι, να τον αποκαλέσει κομμουνιστή το έκανε και για να τον μειώσει. Ευτυχώς ο Σοφοκλής δεν ξαναθυμήθηκε αυτό που συνέβηκε ούτε το ανάφερε ποτέ και η φιλία τους συνεχίστηκε. Έτσι έγινε μετά και με τον Αντρέα τον Τάρζαν, αν κι όποτε συναπαντιόταν με τον θείο τον Στάθιο ένιωθε άβολα κι αμήχανα.
Όμως, με τον Σοφοκλή συνέβηκε κι άλλο περιστατικό. Ο πατέρας του, ο Γιάννης Σοφόκλη, ήταν στέλεχος του ΑΚΕΛ και δυο μέρες μετά το περιστατικό με τις αφίσες, πήγε στη Χλώρακα για να μιλήσει, μαζί με τον Ερατοσθένη Λιασίδη, τον γιατρό, αντιπρόσωπο της ενωτικής παράταξης, σε προεκλογική συγκέντρωση για τον Κληρίδη, στο σύλλογο της Αριστεράς.
Βράδυ. Ο Χριστάκης συνάντησε τον Αντρίκο, τον Κασίνι και ξεκίνησαν για τον σύλλογο όπου γινόταν η συγκέντρωση. Ήταν περίεργοι ν’ ακούσουν τι και οι άλλοι έλεγαν, δημοκρατία είχαν στο κάτω-κάτω, μιλούσαν αυτοί για Μακάριο και μόνο Μακάριο, εκείνοι τον κατηγορούσαν γιατί υπόγραψε τις συνθήκες της Ζυρίχης, που ευνοούσαν μόνο τους Τούρκους. Ανοικτές όλες οι πόρτες και τα παράθυρα του συλλόγου, το φως από τα λουξ ξεχυνόταν πλούσιο, κόσμος πολύς, γεμάτο ασφυκτικά το οίκημα, φορτωμένες και οι δυο πλαϊνές βεράντες και πολλοί έρχονταν ακόμα.
Δεν είχαν φτάσει ακόμα τα δυο δεκατριάχρονα αγόρια, όταν άκουσαν να τους φωνάζουν επιτακτικά από τη βεράντα του καφενείου του Μαυρόγιαννου, ακριβώς απέναντι από το οίκημα του συλλόγου της Αριστεράς.
- Σταθήτε, πού πηγαίνετε;
Ήταν ο Γιώρκος ο Μαυρονικόλας, άνθρωπος σεβαστός, παράγοντας και, προπαντός, πατέρας του  Κολιού, του Νικόλα Μαυρονικόλα, του ήρωα που συνελήφθηκε να ξεφορτώνει τα όπλα στα Ροδαφίνια και πήγε φυλακή. Τα όπλα του Αγώνα.
Τους έγνεψε να κάνουν πίσω και να φύγουν. Δεν συνέχισαν μα ούτε κι έφυγαν. Στάθηκαν κοντά του. Έγινε ησυχία απέναντι. Ένα αυτοκίνητο έφτασε και κατέβηκαν δυο άντρες. Ο ένας ήταν ο Ερατοσθένης Λιασίδης, καταγόταν από τη Χλώρακα και είχε ξεγεννήσει όλα τα παιδιά, μέχρι που ήρθε ο άλλος χωριανός γιατρός, ο Αλέκος Γεωργίου. Ξεγέννησε και τον Χριστάκη, φυσικά, όπως και τ’ άλλα του αδέρφια, εκτός από την πιο μικρή, τη Δέσποινα. Ο άλλος πρέπει να ήταν ο Γιάννης Σοφόκλη. Κάποιος από αυτούς που παρακολουθούσαν από τη βεράντα του Μαυρόγιαννου το επιβεβαίωσε.
Ακούστηκαν χειροκροτήματα από απέναντι και ύστερα όλα ησύχασαν για λίγο. Μετά ακούστηκαν και πάλι χειροκροτήματα, φαίνεται ότι άρχιζαν οι ομιλίες. Ο Χριστάκης και ο Αντρίκος δεν μπορούσαν να ακούσουν τι έλεγαν γιατί δεν υπήρχαν μεγάφωνα, μιας και δεν υπήρχε ηλεκτρισμός.
Και τότε ακούστηκε η έκρηξη και γέμισε ο αγέρας από τη μυρωδιά της μπαρούτης και του θειαφιού. Ακούστηκαν κάποιες τρομαγμένες φωνές και αμέσως μια δεύτερη έκρηξη, πιο δυνατή από την πρώτη. Ο Χριστάκης δεν προλάβαινε να καταγράφει στο μυαλό του τα γεγονότα, είδε όμως το χαμογελάκι στο πρόσωπο του Γιώρκου του Μαυρονικόλα και κατάλαβε ότι το ήξερε. Είδε τον συγκεντρωμένο κόσμο να ξεχύνεται πανικόβλητος από τις ανοικτές πόρτες και να σκορπά στην πλατεία προς όλες τις κατευθύνσεις.
Ένιωσε ντροπή. Γιατί να το κάνουν αυτό; Ήδη ήξερε ποιοι το είχαν κάνει. Ποιοι ήταν πίσω από τις εκρήξεις. Σίγουρα σε μερικές μέρες θα μάθαιναν και ποιοι έριξαν τις βόμβες. Ήταν βόμβες τύπου υδροσωλήνα, τέχνη παλιά για το χωριό, που τις έφτιαχνε και τροφοδοτούσε όλη την περιοχή τον καιρό του Αγώνα. Τώρα, όμως, τι εξυπηρετούσε πια η κατασκευή και η χρήση τους; Οι βόμβες ρίχτηκαν, πίστευε, από το νεκροταφείο κι έπεσαν στο πίσω μέρος του οικήματος της Αριστεράς. Για εκφοβισμό σίγουρα, μα και ένδειξη για το τι θ’ ακολουθούσε. Ποιος ξέρει πόσα χρόνια θα χρειαζόταν η Κύπρος για να γίνει κράτος του νόμου και της δικαιοσύνης!
Κάποιος, περνώντας βιαστικά, τον σκούντησε και τον επανάφερε στην πραγματικότητα. Είχε ήδη αργήσει, ο Κωστάκης τον περίμενε. Πήρε το ποδήλατο και πετάλισε βιαστικά. Βρήκε τον Κωστάκη να τον περιμένει, πάνω από μιάμιση ώρα ήταν εκεί ο μικρός του αδερφός. Τον λυπόταν. Ήταν ανάγκη να πάρει το δικό του ποδήλατο. Μα πώς; Χρήματα δεν υπήρχαν. Το χειρότερο ήταν που απαγορευόταν αυστηρά να κουβαλά ένας ποδηλάτης δεύτερο άτομο πάνω στο ποδήλατο και οι αστυνομικοί έγραφαν και κατάγγελλαν τους παραβάτες, τους έστελλαν στο δικαστήριο και το πρόστιμο ήταν τσουχτερό. Ευτυχώς δεν έτυχε μέχρι τότε να τους πιάσουν, μα ο Χριστάκης το φοβόταν αυτό ότι μπορούσε να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Κι ένιωθε ενοχή, μεγάλη ενοχή που παράβαινε τον νόμο. Μα δεν υπήρχε κι άλλη λύση, ούτε μπορούσε ν’ αφήσει τον μικρό του αδερφό να πηγαίνει και να έρχεται καθημερινά τρία μίλια με τα πόδια. Τρία να πάει και τρία να επιστρέψει.
Στου Τογρούτ έπεσαν πάνω σε μια πομπή, που βγήκε από τον δρόμο που ερχόταν από τον Μούτταλλο, την τουρκική συνοικία και πήγαινε κατά το νεκροταφείο που βρισκόταν στον κύριο δρόμο. Εντύπωση τους έκανε που μπροστά πήγαινε η τουρκική σημαία με το μισοφέγγαρο. Κάποιος της ΤΜΤ θα πέθανε, σκέφτηκε ο Χριστάκης. Σταμάτησαν και περίμεναν την πομπή να περάσει. Το νεκροταφείο δεν ήταν μακριά, δεν θα στοίχιζε πάνω από δέκα λεπτά καθυστέρηση.
Η πομπή ήταν σιωπηλή. Όλοι περπατούσαν ήσυχοι και σοβαροί. Ακόμα και οι γυναίκες δεν έκλαιγαν, δεν φώναζαν, δεν ολοφύρονταν. Η σκέψη του έμεινε στη τουρκική σημαία που πήγαινε μπροστά. Δεν τη συμπαθούσε. Σε μια τόσο μικρή ηλικία είχε ήδη διδαχτεί ότι μόνο το δικό του εθνικό σύμβολο άξιζε να το σέβεται κι ότι τα εθνικά σύμβολα των Άγγλων και των Τούρκων ήταν εχθρικά κι αξιοκαταφρόνητα. Δεν ρωτούσε καν τον εαυτό του γιατί ένιωθε έτσι. Στα χρόνια του Αγώνα, οι Εγγλέζοι και οι Τούρκοι επικουρικοί βεβήλωναν την ελληνική σημαία όταν την έβρισκαν να κυματίζει, παράνομα τότε, πάνω στα σχολεία. Στο δικό τους δημοτικό σχολείο, θυμόταν που τα κορίτσια έκλεψαν την αγγλική σημαία και την έριξαν στην τρύπα του αποχωρητηρίου. Και η τουρκική σημαία ήταν, βέβαια το κόκκινο μπαϊράκι που πήγαινε μπροστά από το ασκέρι που σκότωνε και δίωνε στην επανάσταση του 1821. Όπως διδάχτηκαν στο σχολείο.
Η τουρκική σημαία ήταν αιτία και για μια σοβαρή παρεξήγηση με τους συμμαθητές του, τον Χαράλαμπο Κόκκινο από την Πέγεια και τον Χριστάκη Στυλιανού από το Κτήμα, παλιά, όταν ήταν ακόμα στην πρώτη τάξη. Το τουρκικό γυμνάσιο, κτισμένο σε γη του ΕΒΚΑΦ, της τουρκικής αρχιεπισκοπής κατά κάποιο τρόπο, βρισκόταν δίπλα στον αστυνομικό σταθμό και το περιτοίχισμά του κάλυπτε τους τρεις κύριους δρόμους του κέντρου της πόλης. Στο μέτωπο, δίπλα στην είσοδο του αστυνομικού σταθμού, με πολλή υπερηφάνεια, οι Τούρκοι τοποθέτησαν τρεις ψηλούς ιστούς όπου κυμάτιζαν τρεις σημαίες  με το μισοφέγγαρο.
Από εκεί περνούσε καθημερινά ο Χριστάκης, το πρωί και το απόγευμα που σχολνούσε. Εκείνη την ημέρα ήταν μαζί του και οι δυο άλλοι συμμαθητές. Ο Χαράλαμπος Κόκκινος άρχισε να περηφανεύεται για τις παλικαριές του. Για να τον πειράξει ο Χριστάκης τον παρότρυνε να πάει να κατεβάσει και να ξεσκίσει τις τουρκικές σημαίες. Αν το εννοούσε ή όχι, ποια κίνητρα τον ώθησαν να προκαλέσει τον συμμαθητή του σε τέτοια πράξη, ίσως να μη μπορούσε να πει. Μα ο Κόκκινος αντέδρασε με τρόπο που δεν τον περίμενε.
- Είσαι αισχρός και δειλός, του είπε με θυμό. Με σπρώχνεις σε κάτι που είναι άτιμο. Γιατί δεν το κάνεις εσύ, αν είσαι τόσο παλικάρι;
Ήταν μια αντίδραση ανεξήγητη, που τραυμάτισε τα αισθήματά του. Για μέρες προσπαθούσε να βρει μια εξήγηση. Υπήρχε άραγε κάποια εξήγηση; Στο τέλος κατάληξε ότι ο συμμαθητής του δεν άκουσε καλά ή δεν κατάλαβε τι του είχε πει. Όμως και ο Χριστάκης Στυλιανού πήρε το μέρος του άλλου και τον κάκισε κι εκείνος ότι η παρότρυνσή του ήταν λανθασμένη και παρεξηγήσιμη.
Ένιωσε τον Κωστάκη να τον σπρώχνει από πίσω. Η πομπή είχε προχωρήσει, ελευθερώθηκε ο δρόμος. Ξεκίνησε στο ελαφρό ανηφοράκι και του κόπηκε η ανάσα μέχρι το ποδήλατο να πάρει τη χρειαζούμενη ταχύτητα.
Το απόγευμα το τσούξιμο στο γόνατο έγινε αφόρητο κι έτσι ήπιε το ένα χάπι που του είχε δώσει η γυναίκα στο παπουτσίδικο. Ο πόνος όμως δεν έφευγε και θυμήθηκε τα γιατροσόφια της στετές της Δεσποινούς. Πήρε ένα μεγάλο κρεμμύδι, το κοπάνισε, το έβαλε σε μια παλιά κάλτσα και το τοποθέτησε πάνω στη πληγή. Σε κανένα δεν είχε πει τίποτα για το πρόβλημα, γιατί φοβόταν ότι θα τον έπαιρναν στον γιατρό. Μισούσε και μόνο στη σκέψη να χρειαστεί να επισκεφτεί τον γιατρό. Το κατάπλασμα αποδείχτηκε πολύ αποτελεσματικό. Ο πόνος μαλάκωσε, στις δυο ώρες που το κράτησε εκεί κι όταν το αφαίρεσε διαπίστωσε ότι η πληγή δεν ήταν τόσο άσχημη, το πρήξιμο υποχώρησε, όπως κι ο έντονος ερεθισμός.
Πέρασαν λίγες μέρες χωρίς ο Αριστείδης και ο Μούσκος να τον ξαναπλησιάσουν για να πάρουν την απάντησή τους. Ο καθηγητής της χημείας, ο κύριος Ορφανίδης, τους έκανε ξανά γραπτό, μιας και στο προηγούμενο υπήρξε γενική αποτυχία. Πήγε προετοιμασμένος. Πολύ του άρεσε το μάθημα της χημείας, μα πολύ λίγα κατάφερε και πάλι. Πήρε καλύτερο βαθμό, μα όχι τόσο που να τον ικανοποιεί. Δεν ήταν βαθμοθήρας, μα αυτή τη χρονιά το είχε αποφασίσει ότι θα ήταν καλύτερος, πιο σοβαρός και πιο αποτελεσματικός στα μαθήματά του. Εκείνες τις μέρες επισκέφτηκε τον Χαράλαμπο Τοουλιά, που εγκατέλειψε τις σπουδές του στην Αθήνα κι εντάχθηκε στον κυπριακό στρατό στο βαθμό του λοχαγού. Μίλησαν για το μέλλον του. Ήθελε να σπουδάσει, μα φοβόταν ότι αυτό ήταν οικονομικά ανέφικτο. Είπε στον Χαράλαμπο, που τον άκουε πολύ προσεκτικά, ότι αν πήγαινε σε μια στρατιωτική σχολή στην Ελλάδα, θα γινόταν αξιωματικός, θα σπούδαζε χωρίς να πληρώνει, ότι θα είχε κι ένα επίδομα για τα έξοδά του. Πολύ θα ήθελε να μπει στη Σχολή Ικάρων, οι εξετάσεις, όμως, που έπρεπε να περάσει θα ήταν πολύ δύσκολες και σκληρές.
Ο Χαράλαμπος Τοουλιάς, εκτός από το επάγγελμα του στρατιωτικού, είχε στήσει, μαζί με τον πατέρα του, τον Θεωρή τον Τριανταφύλλη, ένα σύγχρονο χοιροστάσιο με εγκαταστάσεις καθαρισμού κι άλλα μέσα, που όμως πολύ λίγο μείωναν την άσχημη μυρουδιά των χοίρων. Εκεί, σε μια άκρη του χοιροστασίου, εκείνο το κυριακάτικο απόγευμα, κάθισαν για ώρα και μίλησαν για τις στρατιωτικές σχολές της Ελλάδας και τι χρειαζόταν για να εισαχθεί κάποιος σ’ αυτές. Ο Χριστάκης ήθελε να σπουδάσει. Ο πατέρας του τον ήθελε δάσκαλο. Έκτιζε στο ισχυρό του μέσον, τον Αντρέα Αζίνα. Κανένας δεν έμπαινε στην Παιδαγωγική Ακαδημία, που σπούδαζε τους δασκάλους, χωρίς πολύ ισχυρό μέσον. Εκτός αν ήταν κομμουνιστής, βέβαια, οπότε δεν έμπαινε με καμιά δύναμη. Στην αρχή, ο πατέρας του σκέφτηκε να τον στείλει στο Γεωργικό Γυμνάσιο Μόρφου. Εκεί είχε πάει κι ο Κυριάκος, ο γιος του Σάββα του Σπύρου, με προτροπή του Αζίνα, που του υποσχέθηκε να τον διορίσει στον συνεργατισμό. Ο Αζίνας είχε διοριστεί από το Μακάριο διοικητής του συνεργατισμού. Όταν, όμως, τον είδε ο πατέρας του Χριστάκη και του ζήτησε σύσταση για να τον δεχτούν στο Αγροτικό Γυμνάσιο εκείνος δεν τον ενθάρρυνε. Tου είπε μάλιστα, τι θα καλλιεργεί, αφού δεν είχε γη; Μήπως θα φύτευε φραγκοσυκιές στις καφκάλλες; Παρατήρησε. Έτσι ματαιώθηκε ο σχεδιασμός και ο Χριστάκης κατέληξε στο Ελληνικό Γυμνάσιο Πάφου, που ονομάστηκε Α΄ Γυμνάσιο Πάφου, όταν αργότερα κτίστηκε το νέο γυμνάσιο στην περιοχή του Γκρήμπεη.
Οι προοπτικές να γίνει δάσκαλος, βέβαια, υπήρχαν ακόμα και ήταν ισχυρές. Ο Χριστάκης διάλεξε την κατεύθυνση του κλασσικού κλάδου, παρά τις προτροπές των καθηγητών του να επιλέξει το πρακτικό. Έλεγαν ότι οι απόφοιτοι του κλασσικού περνούσαν πιο εύκολα τις εξετάσεις της Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Έτσι άφησε τον πατέρα του να πιστεύει ότι θα γινόταν δάσκαλος. Που ο ίδιος δεν ήθελε, φυσικά, και θα κατάβαλλε κάθε προσπάθεια να το αποφύγει. Ένσταση να πάει στο Αγροτικό Γυμνάσιο Μόρφου, είχε φέρει και ο διευθυντής του δημοτικού σχολείου, ο κύριος Χρυσοστομίδης, που θωρούσε σπατάλη ένας καλός μαθητής να μην πάει στο κανονικό γυμνάσιο, όπου οι προοπτικές ήταν καλύτερες. Βρήκε τον πατέρα του, τον Χαμπή στο καφενείο, το συζήτησαν και η παρέμβασή του ήταν πολύ δυναμική. Βέβαια ο Χριστάκης ποτέ δεν ρωτήθηκε.
Ο Τοουλιάς, χωρίς να τον ενθαρρύνει, του εξήγησε ότι η ζωή του στρατιωτικού δεν είναι και η πιο εύκολη, μα για τα δεδομένα της Κύπρου, με τη ψηλή ανεργία και τις φτωχές προοπτικές για εργοδότηση κι εξασφάλιση μιας θέσης εργασίας της προκοπής, ήταν ίσως μια καλή επιλογή. Χρειαζόταν βέβαια πολύ διάβασμα και καλή προετοιμασία. Εκτός των θεωρητικών εξετάσεων, του εξήγησε, έπρεπε να περάσει και αθλητικές δοκιμασίες και μάλιστα να πετύχει ψηλά σκορ. Του έδωσε και δυο βιβλία μετεωρολογίας, που είχε και τα οποία διδάσκονταν και στη σχολή ικάρων. Είχε βρει κι άλλα βιβλία σχετικά με το αεροπλάνο και την αεροπλοΐα κι όλα τα μελέτησε πολύ προσεκτικά. Διάβασμα, αθλητισμός, μελέτη ειδικών βιβλίων και περιοδικών, του γέμιζαν ασφυκτικά τον χρόνο. Έτσι ξέχασε σχεδόν την πρόταση των δυο συμμαθητών του, για ένταξη στον νέο αγώνα.
Οι μέρες ήταν τρελές. Όλοι περίμεναν να συμβούν ιστορικά πράγματα. Στην Ελλάδα γινόταν σκληρή προσπάθεια να ορθοποδίσει η χώρα, αλλά ταυτόχρονα οι πολιτικές δυνάμεις αλληλοκατηγορούνταν και ο κομματικός φανατισμός φούντωνε. Στην Κύπρο φούντωνε ένας άλλος φανατισμός για τον Μακάριο. Ένας τυφλός φανατισμός που δεν επέτρεπε σε άλλη φωνή ν’ ακουστεί. Ο Χριστάκης παρακολουθούσε τα πολιτικά δρώμενα και πολλά πράγματα του φαίνονταν ανεξήγητα. Συνήθιζε ν’ αγοράζει μια-δυο φορές τη βδομάδα, κι όποτε του επέτρεπαν τα οικονομικά του, την εφημερίδα Φιλελεύθερος. Συμπαθούσε την εφημερίδα αυτή από τότε που κάκισε την Χαραυγή «σαν τη μόνη εφημερίδα της Κύπρου που τάχτηκε εναντίον του Μακαρίου στις πρώτες εκλογές της Κυπριακής Δημοκρατίας». Τρία χρόνια τώρα διάβαζε αυτή την εφημερίδα αν και η πιο μεγάλης κυκλοφορίας Μάχη, του ήρωα της ΕΟΚΑ Νίκου Σαμψών, ήταν πιο φαντασμαγορική κι έβαζε πιο πολλά αθλητικά.
Ο Φιλελεύθερος καλλιεργούσε τη λατρεία για τον Μακάριο και ο Χριστάκης συμφωνούσε με την πολιτική αυτής της εφημερίδας. Αν ρωτούσε τον εαυτό του τι καταλάβαινε, απλώς δεν θα μπορούσε ν’ απαντήσει. Άλλωστε ούτε κι ένιωθε ή συνειδητοποιούσε ότι γινόταν ένας φανατικός, μαζί με όλους τους άλλους. Ένας ήταν ο ηγέτης και τον λάτρευε και ήταν έτοιμος να κάνει ακόμα και καβγά αν κάποιος έλεγε οτιδήποτε εναντίον του.
Με τους Τούρκους να ετοιμάζονται για τα χείριστα, μόνο ο Μακάριος αποτελούσε την ελπίδα για επιβίωση, αλλά κι εφαλτήριο για νέους αγώνες για δικαίωση των πόθων του Κυπριακού Ελληνισμού. Αυτή ήταν πια η πεποίθηση του Χριστάκη. Κι όταν ο ρασοφόρος πρόεδρος ήρθε στη Χλώρακα για να κάνει τ’ αποκαλυπτήρια της προτομής του Κόκου Αζίνα, τον χειροκρότησε μ’ ενθουσιασμό. Κι όταν έμπαινε στο χωριό και περνούσε κάτω από την αψίδα με μυρσίνη κι όταν μίλησε μετά τα αποκαλυπτήρια. Αυτό, βέβαια, που τον εντυπωσίασε πιο πολύ ήταν η συμμετοχή της τοπικής επιτροπής του ΑΚΕΛ αλλά και των πιο πολλών αριστερών του χωριού, στην υποδοχή του Μακαρίου και στην τελετή των αποκαλυπτηρίων. Ακόμα και στεφάνι κατάθεσαν στην προτομή. Τιμούσαν αυτόν που πολέμησε την ιδεολογία τους; Που έδωσε τη ζωή του πολεμώντας τον κομμουνισμό στην Ελλάδα; Του ήταν ανεξήγητο. Σκεφτόταν ότι το έκαναν για να κερδίσουν την εύνοια του αδερφού του ήρωα, του Αντρέα Αζίνα, που είχε ισχυρή θέση, δοσμένη κι ευλογημένη από τον Μακάριο. Δεν έβρισκε άλλη δικαιολογία όσο και να το προσπαθούσε. Γιατί δεν τήρησαν την ίδια στάση και με τον Αγώνα ενάντια στους Εγγλέζους; Αντίθετα τον πολέμησαν κι ας είχαν οι Εγγλέζοι πρώτους τους αριστερούς στο στόχαστρο; Ανεξήγητα πράγματα! Να ήταν άραγε η μοιραία μαγεία που ο Μακάριος ασκούσε στα πλήθη; Ναι, μόνο ένας τέτοιος ηγέτης μπορούσε να μαγεύει και να ενώνει κάτω από τη σκεπή του ακόμα κι εκείνους που πριν από λίγο καιρό τον φώναζαν προδότη γιατί υπόγραψε τις συμφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου, που μαζί με άλλα, απόκλειαν και την ένωση με την Ελλάδα.
Είναι πολύ δύσκολο για ένα δεκαεξάχρονο νέο να καταλάβει τις ίντρικες της πολιτικής. Μέσα στην αγνότητα των σκέψεών του, δεν χωρούσαν οι αμφιβολίες και τα παιγνίδια της εξουσίας. Κάποιοι διοικούσαν εκείνη τη στιγμή, άλλοι σχεδίαζαν πώς να φέρουν τα πράγματα για να διοικήσουν μετά από είκοσι, από πενήντα χρόνια. Αυτό είναι που είχε σημασία και σ’ αυτό συρόταν ο λαός, ένας λαός που επέτρεψε να βάλουν βόμβες για να εκφοβίσουν το Ερατοσθένη, τον γιατρό που ξεγέννησε τις πιο πολλές μητέρες του χωριού.
Άκουσε τον θείο, τον παπά Κώστα, να το συζητά με τον πατέρα του, τότε που Μακάριος νίκησε τον Γιάννη Κληρίδη κι έγινε ο πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ήταν λάθος, έλεγε ο πατέρας του, να ταχθεί το ΑΚΕΛ εναντίον του Μακαρίου και μάλιστα με τόσο φανατισμό. Δεν ήταν όμως σωστό ούτε αυτό που έκαναν οι αγωνιστές να εκφοβίζουν ανθρώπους σαν τον Ερατοσθένη Λιασίδη. Ο παπά Κώστας συμφώνησε μαζί του και προχώρησε και σε άλλα. Όπως η απόπειρα εναντίον της ζωής του αδερφού του, του Χαμπή του Μαύρου, που δεν είχε πολιτικά αίτια, το έκανε όμως ένας αγωνιστής και η βομβιστική ενέργεια αργότερα εναντίον του Χαμπή του Αγγλογάλλου, που έγινε και πάλι από αγωνιστές, όλοι ήξεραν και τους δράστες. Ακόμα και η βάρκα του Βασίλη, στο Δήμμα, έγινε στόχος εμπρησμού από κάποιους αγωνιστές. Και το χειρότερο από όλα ο φόνος του Κλεόπα. Από λάθος ή όχι, εκείνος ο ήσυχος άνθρωπος χάθηκε κι άφησε νέα γυναίκα χήρα και τέσσερα ορφανά παιδιά, που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα.
Ο φόνος του Κλεόπα ήταν μια τραγική ιστορία που αναστάτωνε τα αισθήματα του Χριστάκη, κάθε φορά που τον έφερνε στη σκέψη του. Ήταν ένας ήσυχος, φτωχός βιοπαλαιστής, κτίστης ήταν, που ήρθε από την Τάλα και παντρεύτηκε την κόρη του θείου του Πιστέντη, του αδερφού της γιαγιάς της Δεσποινούς. Τη Ρεββέκκα, που όλοι την αγαπούσαν, τα παιδιά την επισκέπτονταν συχνά, μαζί με τη μαμά. Στη φτωχική της αντισεισμική παράγκα, είχε στήσει την οικογενειακή βούφα κι έφτιαχνε κιλίμια, προσθέτοντας έτσι το κατά δύναμη στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Η Στασού, η μητέρα του Χριστάκη, της έπαιρνε όλες τις λουρίδες που έφτιαχνε με τα παλιά φορέματα, τα δικά της και των παιδιών, και της έφτιαχνε όμορφα, πολύχρωμα κιλίμια, πέφτζια τα έλεγε η μαμά. Στην αγροτική οικονομία έπρεπε να αξιοποιούν το κάθε τι και τα πέφτζια της Ρεββέκκας, της καλής κι εργατικής ξαδέρφης, στόλιζαν τον καναπέ, απλώνονταν στο πάτωμα σαν χαλιά, να τα πατούν στις κρύες νύκτες του χειμώνα, τα χρησιμοποιούσαν ακόμα και για σκεπάσματα. Πάνω από το πάπλωμα έμοιαζαν σαν στολίδι για το κρεβάτι.
Την είχαν επισκεφτεί δυο-τρεις μέρες πριν από το φόνο. Η Στασού πήρε όλα τα παιδιά μαζί της γιατί αφορμή για την επίσκεψη ήταν ένα πολύ ευχάριστο γεγονός, η γέννηση του τέταρτου παιδιού της Ρεββέκκας και του Κλεόπα, ένα μήνα πριν. Ήταν κοριτσάκι, το δεύτερο της οικογένειας, που είχε τώρα δυο αγόρια και δυο κορίτσια. Πήγαν και της ευχήθηκαν, πήραν και το δώρο της, ένα σφαγμένο κόκορα - οι λεχώνες χρειάζεται να τρώνε καλά, έλεγε η Στασού - και καραμέλες για τα παιδιά.
Και ήρθε μετά το μεγάλο κακό. Ο Κλεόπας! Ποιος μπορεί να το πιστέψει; Έκλαιγε η γιαγιά η Δεσποινού, ακίνητη σαν μάρμαρο άκουγε η Στασού, εκεί στην άκρη της αυλής, μέσα στο μουντό πρωινό. Τις κοίταζε κι ο Χριστάκης αμήχανος, πολύ πρωί που σηκώθηκε να πάει στην εκκλησία. Το ήξεραν, βέβαια από το βράδυ. Είχαν ακουστεί οι πυροβολισμοί, όλος ο κόσμος βγήκε στον δρόμο να μάθει τι έγινε. Έφυγαν οι Εγγλέζοι, μα γίναμε χειρότεροι, έλεγαν μερικοί. Ο καθένας κάνει του κεφιού του, όλοι έγιναν ήρωες, πού είναι η ασφάλεια και η ευνομία; Έγιναν και κάποιες συλλήψεις το ξημέρωμα, μα ήταν φανερό ότι η αστυνομία έκανε κινήσεις να στρέψει την προσοχή αλλού.
Έφαγε τη σφαίρα κι έμεινε στον τόπο, έλεγε ο Χαμπής όταν επέστρεψε στο σπίτι το βράδυ και κάθισε πίσω από το γραφείο, σκυφτός και περίλυπος. Δεν μπορούσε να κοιτάξει τη γυναίκα και τα παιδιά του, ούτε και τα πεθερικά του που βρέθηκαν κι αυτοί εκεί να μάθουν τα νέα. Το μόνο καλό είναι που δεν υπόφερε, έλεγε. Ο θάνατος από σφαίρα είναι ο πιο γλυκός, αρκεί να σε σκοτώσει αμέσως.
- Μα έχει τέσσερα παιδιά, ποιος θα τα δει; ξέσπασε η Δεσποινού κι άρχισε, σιγανά, να μοιρολογεί. Ποιος θα δει τη φτωχιά τη Ρεβέκκα; Ο αδερφός μου είναι γέρος και πάμφτωχος, τ’ αδέρφια της μόλις που βγάζουν το ψωμί τους. Ποιος θα της σταθεί; Τι κακό είναι αυτό που πήγαν κι έκαναν; Κι όλα αυτά για το άτιμο το κουμάρι…
Είχαν ήδη μάθει ότι αιτία του κακού ήταν ότι κάποιοι αυτόκλητοι αμύντορες της ηθικής τάξης πήγαν να εκφοβίσουν αυτούς που έπαιζαν χαρτιά στου Φουκιδή. Πολλές γυναίκες είχαν παραπονεθεί ότι οι αντράδες τους έχαναν όλο το εισόδημά τους στην τσόχα, ότι τα παιδιά τους πεινούσαν. Έκανε η αστυνομία αρκετές επιδρομές, συλλάμβανε, προειδοποιούσε, έστελλε στο δικαστήριο μα τίποτα δεν κατάφερνε. Οικογένειες δυστυχούσαν, το κακό είχε παραγίνει. Δεν έφτανε η φτώχεια και η ανεργία ήταν και το πάθος του χαρτιού. Και είπαν κάποιοι να πάρουν το νόμο στα χέρια τους. Κάποιοι έλεγαν πως μέθυσαν, πήγαν και πήραν τα όπλα, που είχαν κρύψει από τον καιρό του Αγώνα και πήγαν να δώσουν «ένα μάθημα» στους άμυαλους.
Ίσως να πήγαν να κάνουν και τους ωραίους. Ακολούθησαν τόσες φήμες, ο καθένας είπε και τη δική του ιστορία. Το έγκλημα δεν διερευνήθηκε, κάποιοι έδεσαν τα χέρια της αστυνομίας, ποτέ δεν έφτασε στη δικαιοσύνη. Και το χωριό, για μια ακόμα φορά δέχτηκε την ευθύνη. Χωρίς βέβαια να την αναλάβει. Τη δέχτηκε γιατί κανένας δεν έστησε πόδι για να διερευνηθεί και να διαλευκανθεί πλήρως. Και τώρα, που ο Χριστάκης το σκεφτόταν, τέσσερα χρόνια μετά και στη ψυχή του ένιωθε το βάρος και το κρίμα εκείνης της πράξης, μάταια προσπαθούσε να το φιλοσοφήσει και να δώσει κάποια εξήγηση που να αντέχει στη λογική του.
Την απόφασή του την πήρε κιόλας, μέσα από τον πατριωτικό ενθουσιασμό του. Θα έλεγε ναι στη συμμετοχή του στο νέο αγώνα. Όπως του το ζήτησαν οι δυο συμμαθητές του. Ο Κλεόπας έπρεπε να ήταν το παράδειγμα για να πει όχι. Αντί γι αυτό, θα άφηνε την ηγεσία να παρασύρει κι αυτόν, όπως και χιλιάδες άλλους, σε νέα κακά για να ικανοποιηθούν μόνο προσωπικές φιλοδοξίες. Ο λαός θα έτρεχε και πάλι. Να δώσει αίμα, να σπρώξει στη δυστυχία, στη φτώχεια και στη καταφρόνια κι άλλα παιδιά. Να κάνει κι άλλες ηρωίδες μάνες, σαν τη Ρεβέκκα.
Μπήκαν με τις μάσκες, οπλισμένοι κι έστησαν στον τοίχο τους θαμώνες. Δεν έπαιζαν όλοι χαρτιά. Πολλοί έπαιζαν σκληρό πόκερ. Αυτούς πήγαν να φοβερίσουν, αλλά και να προειδοποιήσουν όλους τους άλλους. Και τα σκάτωσαν. Λες κι έκαναν καταδρομή, λες και ήταν κανείς να τους κυνηγήσει γι’ αυτό που έκαναν, έστειλαν και κάποιους στο πίσω μέρος του καφενείου, μήπως ερχόταν κανένας και τους εμπόδιζε να γίνουν οι μεγάλοι βλάκες και το ρεντίκολο του χωριού. Του χωριού που τους κάλυψε τελικά.
Κάποιοι κατάφεραν να πηδήξουν από το παράθυρο που υπήρχε στο τζιάκκι του καφενείου, για να φύγουν από την πίσω αυλή. Και ήταν εκεί κάποιος από τους αυτόκλητους αστυνόμους. Πυροβόλησε. Γιατί ήταν βλάκας, γιατί έχασε την ψυχραιμία του, γιατί δεν ήξερε τι έκανε, γιατί φοβήθηκε; Μόνο ο ίδιος ήξερε. Κι αναρωτιόταν ο Χριστάκης αν πραγματικά μετάνιωσε γι’ αυτό που κατάφερε. Να σκοτώσει τον Κλεόπα και να τραυματίσει σοβαρά το Γιώρκο τον Μακρή. Αν μετάνιωσε και πήγε στη Ρεβέκκα και της φίλησε τα χέρια και ζήτησε συγγνώμη. Αν ζήτησε, τουλάχιστον, συγχώρεση από τον Θεό.
Και ποια θα ήταν η διαφορά για τη Ρεβέκκα αν το έκανε; Καμιά, μα θα είχε μια σημαντική αξία στην ηθική τάξη των πραγμάτων. Η Ρεβέκκα, που φορτωνόταν την πλεκτή κοφίνα με φρέσκα λαχανικά και λίγα ζαρζαβατικά και πήγαινε να τα πουλήσει στις πολυκατοικίες για να βγάλει μερικά σελίνια, πολύ λιγότερα από όσα στοιχειωδώς χρειαζόταν για να ζήσει τα παιδιά της, ίσως να τους έλεγε κάποτε «ήρθε ο φονιάς και ζήτησε να τον συγχωρήσω, μα πώς μπορούσα;» και τα παιδιά θα καταλάβαιναν. Ο οκτάχρονος Ναπολής και οι πιο μικροί, ο Αντρίκος και η Έλλη και το νεογέννητο που θα την έβγαζαν Μάρω.
Το γόνατο μολύνθηκε και πονούσε αφόρητα, μα πιο πολύ τον καταλάμβανε ο πανικός του γιατρού. Το έβλεπε να φουσκώνει και να ζουμίζει, φοβόταν μα δεν έλεγε τίποτα σε κανένα. Μόνο ο Κωστάκης, που ήξερε ότι το είχε κτυπήσει άσχημα με το πέσιμο τον ρώτησε μια-δυο φορές αν έγιανε και του είπε ψέματα. Η πληγή κακάτωσε, όμως έσκαζε και του λέρωνε το παντελόνι, άρχισε και να κουτσαίνει τόσο που να μη μπορεί πια να το κρύψει. Φαίνεται ότι χρειαζόταν κι άλλα χάπια. Θα μπορούσε να τ’ αγοράσει από τον Φίλιππο, χωρίς να χρειαστεί να δώσει εξηγήσεις, μα δεν είχε χρήματα. Ευτυχώς, εκείνο το απόγευμα, τον φώναξε η γιαγιά η Τζιυρκακού και του έριξε δυο διπλοσέλινα στη τσέπη. Στην ώρα τους ήρθαν. Πήγε δίπλα, στο μαγαζάκι του Φίλιππου κι αγόρασε έξι σουλφαμίδες, προς δύο γρόσια τη μια κι επιστρέφοντας στο σπίτι κατάπιε την πρώτη. Ήξερε ότι έπρεπε να πίνει δυο την ημέρα, πρωί και βράδυ και τις θεωρούσε θαυματουργές. Όμως για να δουλέψουν χρειάζονταν δυο μέρες και το γόνατο πονούσε ανυπόφορα. Θυμήθηκε το αλατόνερο και τις θαυματουργικές του ιδιότητες για τις πληγές και τις αρρώστιες του δέρματος. Έτσι πήρε το δρόμο και πήγε στη θάλασσα. Στην Αλυκή του Διγενή, όπως ονόμασαν την περιοχή μετά τον Αγώνα. Ήταν το σημείο όπου αποβιβάστηκε ο Γρίβας Διγενής για να ξεκινήσει τον αγώνα της ΕΟΚΑ. Είχαν βγάλει έξω και το καΐκι που το συνέλαβαν να ξεφορτώνει τα παράνομα όπλα και στεκόταν εκεί να το δέρνουν οι αγέρηδες και να σαπίζει στον ήλιο.
Ήταν ένα όμορφο απόγευμα, έφευγε ήρεμος και ζεστός ο Νιόβρης, έγερνε ο ήλιος κι έφτιαχνε μια πλατιά λωρίδα από χρυσάφι πάνω στη θάλασσα, μα ο Χριστάκης δεν πρόσεχε τίποτα, ο πόνος του έξυνε την καρδιά. Δυσκολεύτηκε πολύ να ξεκολλήσει το παντελόνι από την πληγή. Το έβγαλε και βύθισε τα πόδια του στο θαλασσινό νερό, μέσα σε μια μεγάλη λακκούβα. Πήγαινε κι ερχόταν το κύμα, άδειαζε και ξαναγέμιζε η λακκούβα, ανεβοκατέβαινε το νερό και ήταν σαν χάδι πάνω στην πληγή που κάλυπτε όλο το γόνατο. Στη μισή ώρα τον έτσουζε η αλμύρα και τον έκανε να σφίγγει τα δόντια για ν’ αντέξει. Μετά όμως ήρθε η ανακούφιση. Μια ανακούφιση που μετά από τόσες μέρες πόνου και πυόρροιας ήταν σωστή ευλογία. Έμεινε εκεί μέχρι που έδυσε ο ήλιος κι άρχισε να πέφτει το σκοτάδι. Άφησε τον αχό του πελάγους να τον γεμίσει. Αγαπούσε τη θάλασσα. Και την φοβόταν. Εκείνη η θάλασσα, πανέμορφη σαν μάγισσα όταν ήταν ήσυχη, μετατρεπόταν σε φονική μέγαιρα όταν αγρίευε. Εκεί είχαν πνιγεί πολλοί, πρόσφατα και δυο νέοι Τούρκοι από τη Λέμπα. Όχι μόνο τους έπνιξε, τους ρούφηξε κιόλας στη φρικτή αγκαλιά της και τους εξαφάνισε. Τους βρήκαν ένα μήνα μετά, πολλά μίλια μακριά, στην ερημιά της Λάρας. Ήταν δυο νέοι που οι Έλληνες τους κατηγορούσαν ότι ήταν κακά σκυλιά, φανατικοί της ΤΜΤ. Είχαν κάνει πολλά κακά, μέχρι που μπήκαν και κατάστρεψαν τις εικόνες στο εκκλησάκι του Άγιου Στέφανου, που ήταν από παλιά κτισμένο στο χωριό τους, από τον Νικόλα Σπύρου, που τότε έριζε όλη την περιοχή. Έβγαλαν, λέει, τα μάτια των Αγίων στις εικόνες. Τους μισούσαν και ο τραγικός τους θάνατος δεν συγκίνησε κανένα. Αντίθετα, πολλοί είπαν καλά να πάθουν, τιμωρία από τον Θεό ήταν! Καμιά συμπάθεια δεν εκδηλώθηκε, κανένας δεν πήγε να πει λόγο παρηγορητικό σε δυο μάνες που έχασαν τα παιδιά τους στον ανθό της νιότης.
Η θάλασσα του έφερνε συνήθως χαρούμενες σκέψεις, η αψιά ευωδιά της έφτιαχνε τη διάθεσή του, τον ανακούφιζε από πικρές αναμνήσεις. Όχι όμως αυτό το βραδάκι, τόσο όμορφο κατά τα άλλα. Το γόνατό του ανακουφιζόταν ήδη, ο πόνος υποχωρούσε. Τι ήταν αυτό που τον έκανε βαρύ κι απαισιόδοξο; Η θύμηση των δυο νεαρών Τούρκων, που τόσο άδοξα τους έπνιξε η θάλασσα, εκεί ακριβώς που τώρα αυτός καθόταν; Ή ήταν κάτι άλλο; Η μυστηριακή δύναμη του σκοτεινού πια νερού; Δεν έβρισκε άκρη. Και ούτε και ήθελε να διώξει την κακοθυμία του.
Βγήκε από το νερό, ντύθηκε και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Περπατούσε αργά, δεν βιαζόταν, αν και δεν είχε μελετήσει και τον περίμενε πολλή μελέτη, αν ήθελε ν’ αντιστρέψει τα πράγματα και να είναι σε θέση να πετύχει στις εισαγωγικές εξετάσεις της σχολής ικάρων. Από τις ληθαργικές του σκέψεις τον έβγαλε ένας θόρυβος στα δεξιά του. Πέτρες κυλούσαν με τον χαρακτηριστικό θόρυβο. Κάποιοι βρίσκονταν εκεί. Είχε φτάσει στις Πλευρές. Ψηλά στον ανήφορο, στα δεξιά του ήταν ο χαμηλός γκρεμνός και ο ψηλός βράχος που τον ονόμαζαν βίκλα. Δεν ήξερε γιατί, μα σίγουρα ήταν ένα καλό παρατηρητήριο για τη θάλασσα που απλωνόταν από κάτω.
- Εσύ είσαι, ρε Χριστάκη; Πού γυρνάς τέτοια ώρα;
Ήταν ο ξάδερφος ο Νίκος, που ξεπρόβαλε στην άκρη του δρόμου. Μαζί του ήταν και ο πιο μικρός του αδερφός, ο Αλέξανδρος. Του εξήγησαν ότι τους έστειλε εκεί ο πατέρας τους, ο παπά Κώστας για να παρακολουθούν τη θάλασσα γιατί υπήρχαν πληροφορίες ότι έρχονταν καΐκια και οι Τούρκοι ξεφόρτωναν όπλα στον Πάρακα, κάτω από το χωράφι του Λωλλού. Από πολλές μέρες παρακολουθούσαν τη θάλασσα, έρχονταν κι άλλοι με τη σειρά κι έμεναν αργά μέχρι τα μεσάνυχτα. Μερικές φορές είδαν φώτα στη θάλασσα, μα δεν πλησίασαν την ακτή.
- Βγάζουν εδώ όπλα, βγάζουν κι αλλού, είπε ο Νίκος. Οι σκύλοι δεν το βάζουν κάτω. Και να δεις που στο τέλος θα μας πιάσουν στον ύπνο και θα τρέχουμε σαν τρελοί να προλάβουμε τα γεγονότα.
Ο Νίκος είχε τελειώσει το γυμνάσιο εκείνη τη χρονιά κι έψαχνε να βρει δουλειά. Δεν ήταν κάτι εύκολο. Χιλιάδες έψαχναν. Δουλειές δεν υπήρχαν, κυρίως για τους νέους κι ακόμα χειρότερα για όσους τέλειωναν το γυμνάσιο. Όλοι ήθελαν να μπουν στην κυβέρνηση, να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι, δάσκαλοι, ζαπτιέδες. Ο μεγάλος αδερφός, ο Αντρέας, μπήκε στην ιερατική σχολή για να γίνει παπάς και ο δεύτερος αδερφός, ο Κόκος κατάφερε να γίνει αστυνομικός. Έλεγαν ότι τον βοήθησε ο ίδιος ο υπουργός εσωτερικών, ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, που βοηθούσε όλους τους αγωνιστές.
Αγνάντευαν στο σκοτάδι να δουν κάποιο φως να πλησιάζει στη στεριά. Το κρύο ήταν τσουχτερό κι έτσι χώθηκαν στην κουφάλα ενός βράχου για να μην τους κτυπά το αγιάζι που κατέβαινε προς τη θάλασσα. Κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα. Ήταν ερημιά μα ο Νίκος τόνισε ότι ήταν καλύτερα να μην ήξεραν άλλοι ότι βρίσκονταν εκεί και παρακολουθούσαν για να επισημάνουν ύποπτες κινήσεις από τους Τούρκους. Ήταν αλήθεια ότι είχαν μέσα τους κι ένα παράξενο φόβο, υπολόγιζαν τον αντίπαλο και τον θεωρούσαν ικανό να τους υπερφαλαγγίσει και να τους νικήσει.
- Αν μας δώσουν ευκαιρία, πρέπει να τελειώνουμε μαζί τους, έλεγε ψιθυριστά ο Νίκος. Να τους κάνουμε ότι τους έκαναν και στην Κρήτη. Μια κι έξω. Διαφορετικά ησυχία δεν θα βρούμε. Αν αρχίσει νέα κατάσταση, θα είμαστε ή εμείς ή εκείνοι.
Ανατρίχιασε ο Χριστάκης. Δεν είχε σκεφτεί μια τέτοια αναμέτρηση με ένα απόλυτο νικητή κι ένα απόλυτα ηττημένο. Τέτοιοι πόλεμοι δεν υπάρχουν πια, τολμούσε να πιστεύει. Οι πόλεμοι είχαν ακόμα ηρωισμό, αυτοθυσία, μεγαλείο, αυταπάρνηση. Οι πόλεμοι ήταν για τους αντρείους. Αυτό νόμιζε. Η κουβέντα του Νίκου τον προσγείωνε ανώμαλα. Πόλεμοι εξόντωσης και καθυπόταξης! Αυτό ήταν το μήνυμα που έπαιρνε απόψε. Θυμήθηκε ότι έπρεπε να μελετήσει και σηκώθηκε.
- Μακάρι να μη χρειαστεί ο πόλεμος, ψιθύρισε κι έφυγε.
Περνώντας έξω από το ξωκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ προσευχήθηκε στον Άγιο του, να μείνουν τα πράγματα ήσυχα, να μην χρειαστεί να βρεθούν στη δίνη του πολέμου ξανά. Όμως τα γεγονότα έδειχναν καθαρά πού πήγαιναν τα πράγματα. Θυμήθηκε τότε, στις διακοπές της δευτέρας τάξης, δεκατριών χρονών, μόλις που δικαιούταν, κατάφερε να προσληφθεί σαν εργάτης για να δουλέψει μερικές εβδομάδες στα δημόσια έργα. Έβαζαν τότε τις σωλήνες για υδροδότηση της Χλώρακας. Την πρώτη μέρα τους έστειλαν να διακλαδώσουν το νερό που πήγαινε στη δημόσια βρύση της Λέμπας, να βάλουν σωλήνες και να δώσουν νερό και για τα σπίτια των τριών ελληνικών οικογενειών που βρίσκονταν στην άκρη του χωριού, μακριά από την κοινοτική βρύση.
Ήταν τρεις εργάτες κι ένας επιστάτης, ένας καλόγνωμος κύριος κοντά στη σύνταξή του. Άρχισαν το σκάψιμο, περίμεναν το φορτηγό να φέρει τους σωλήνες και τον τεχνικό που θα τις ένωνε. Ήταν δουλειά που θα τέλειωνε σε λιγότερο από μια βδομάδα.
Κι εκεί που τα πράγματα πήγαιναν πολύ καλά, το έδαφος ήταν μαλακό χώμα και το σκάψιμο προχωρούσε γρήγορα, έφτασε θυμωμένος ο Μουσταφάς ο Παπλωματάς, μαζί με δυο άλλους Τούρκους από τη Λέμπα κι άρχισαν να φωνάζουν και να χειρονομούν.
- Σας έστειλαν να μας κλέψετε το νερό! φώναζε ο Παπλωματάς και οι άλλοι εξαγριώνονταν όλο και πιο πολύ. Να φύγετε αμέσως και να μην ξανάρθετε.
Πιο πολύ απ’ όλους ξαφνιάστηκε ο Χριστάκης. Δεν τολμούσε να πιστέψει το τόσο μεγάλο θράσος του Τούρκου. Το νερό είναι δώρο από τον Θεό, όλοι έχουν δικαίωμα να πάρουν, από το λίγο ή το περισσότερο. Έσφιξε στα χέρια του τον μεγάλο κασμά, που κρατούσε και ήταν έτοιμος για καβγά. Όπως και οι άλλοι δυο εργάτες. Οι Τούρκοι ήταν άοπλοι, ήταν και λιγότεροι. Ήταν του χεριού τους.
Μα ο επιστάτης σκέφτηκε διαφορετικά. Ζήτησε συγγνώμη από τον Παπλωματά, μάσησε τα λόγια του, είπε ότι κι εκείνος πεμπάμενος ήταν από την κυβέρνηση να κάνει αυτή τη δουλειά. Κι έδωσε οδηγίες να μαζέψουν τα πράγματά τους και να φύγουν.
Το νερό διακλαδώθηκε μετά από δυο χρόνια και ο Παπλωματάς δεν ξαναφάνηκε να εμποδίσει τους εργάτες. Να κάνει τον καμπόσο, όπως το έβλεπε ο Χριστάκης, που ούτε τον επιστάτη συγχώρεσε ποτέ που φοβήθηκε, κατά τη γνώμη του κι έφυγε, αντί να φωνάξει την αστυνομία να τους δώσει κάλυψη και να συνεχίσουν.





ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΥΟ

ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

Άρχισε και το κυνήγι. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε τον κυνηγό του. Μερικά είχαν τόσους όσα και τα ενήλικα, αρσενικά μέλη του. Ακόμα και ο Χαμπής ντύθηκε στα κυνηγετικά. Είχε αγοράσει ένα ιταλικό δίκαννο, ολοκαίνουριο. Σκότωνε στις εβδομήντα γυάρδες, έλεγε. Πλήρωσε εξήντα λίρες, την ώρα που ζητούσαν από τα παιδιά του τη δεύτερη δόση του εισιτηρίου για να συνεχίσουν στο γυμνάσιο και δεν υπήρχαν. Ο Χριστάκης τον άκουσε να λέει, μιλώντας με τον Κωστή, τον γείτονά τους, ότι τέτοιες μέρες, ο καθένας χρειαζόταν να έχει ένα όπλο στο σπίτι.
Σηκώθηκε από την αυγή, ο Χριστάκης και καμάρωνε τον πατέρα του να βάζει τη στολή του κυνηγού, το χακί παντελόνι και πουκάμισο, τα μποτίνια με το φερμουάρ στο πλάι, το καφέ τρικό, ενισχυμένο στους αγκώνες και να ζώνεται τα φυσεκλίκια. Σαν κρητικός αντάρτης έμοιαζε. Σίγουρα θα έφερνε όλους τους λαγούς και τα περδίκια της Λάρας, όπου θα πήγαινε να κυνηγήσει μαζί με τους φίλους του.
Μα δεν έφερε τίποτα. Δεν περίσσεψε ούτε λαγός, ούτε πέρδικα από τους άλλους, τους πιο έμπειρους κυνηγούς, που γέμισαν λόγγους και βουνοκορφές. Επέστρεψε μόνο με μια βαθιά πληγή στο πόδι από πτώση. Με την πτώση εκπυρσοκρότησε και το όπλο. Όχι, η πληγή οφειλόταν σ’ ένα κούτσουρο που βρέθηκε μπροστά του. Και ήταν ευτύχημα που τα σκάγια βρήκαν μπροστά τους τον βράχο κι όχι κανένα άλλον από τους κυνηγούς που βρίσκονταν γύρω του.
Το πάθημά, του έκοψε και την κυνηγετική του επιθυμία. Πήγε ακόμα μια Κυριακή , πέτυχε κι ένα περδίκι, αλλά για τρίτη δεν ξαναδοκίμασε. Το όπλο το ανάλαβε ο Χριστάκης. Ήξερε ότι ήταν παράνομο αυτό που έκανε, μα αυτό δεν τον εμπόδιζε να το παίρνει και να κυνηγά στρουθιά. Κάποτε πήγαινε με τον ξάδερφό του, τον Νίκο, που ήταν πιο έμπειρος κυνηγός μέχρι τις Πλευρές, τον Κοτσιά και τους Κλούνους. Κι επειδή ακολούθησαν πλούσιες βροχές, φάνηκαν και αγριόπαπιες. Ο Νίκος πέτυχε μια, έτσι έμαθε κι ο Χαμπής ότι χρησιμοποιούσαν το όπλο του και τους έβαλε τις φωνές. Αυτό δεν ήταν αρκετό, βέβαια, για να βάλει τέλος στην απερισκεψία του γιου του, που συνέχισε τον χαβά του. Μέχρι που μια μέρα σκότωσε ένα γερανό. Και μάλιστα στον αέρα. Νόμισε ότι ήταν πάπια ή αγριόχηνα. Τον προσγείωσε ανώμαλα ο Τόουλος του Κωνσταντά που του έδειξε, γεμάτος υπερηφάνεια, το κυνήγι που πέτυχε. Σκότωσες ένα γερανό, του είπε εκείνος απλά. Σίγουρα ήρθε και μας έφερε τα χελιδόνια και ξέκοψε από το κοπάδι του.
Στεναχωρήθηκε τόσο πολύ ο Χριστάκης για τη μεγάλη βλακεία που έκανε, που ήταν για μέρες αμίλητος και θυμωμένος με τον εαυτό του. Σε κανένα δεν είπε το κατόρθωμά του, μα το ήξερε ο ίδιος κι ένιωθε ότι το ήξερε όλος ο κόσμος. Σκότωσε ένα πουλί, που το θεωρούσε κάτι σαν αγγελιαφόρο της βροχής, όταν παρακολουθούσε τις μακριές γραμμές, ψηλά στον ουρανό, που κατευθύνονταν κατά τον νοτιά. Και προάγγελο της άνοιξης όταν τις αυγές άκουε τις φωνές τους, μακρόσυρτες αλλά χαρούμενες, όταν επέστρεφαν φέρνοντας τα χελιδόνια. Δεν ξανάπιασε κυνηγετικό όπλο στο χέρι του.
Ο Μούσκος και ο Αρέστης δεν τον ξαναπλησίασαν. Μα ένιωθε τη συνομωσία να γεμίζει τον αέρα. Θα έκανε υπομονή. Και στον νου του κινούνταν ένα σωρό γεγονότα που σημάδευαν την κάθε μια από τις μέρες του νεαρού κράτους, που κανένας δεν το ήθελε. Στα καφενεία όλοι συζητούσαν για το λάθος της υπογραφής των συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου, κάποιες εφημερίδες έγραφαν για τη προσπάθεια του Μακάριου για αλλαγές για να είναι δυνατή η λειτουργία της πολιτείας. Ειδικά η Μάχη, η εφημερίδα του ήρωα της ΕΟΚΑ Νίκου Σαμψών, έγραφε πύρινα άρθρα εναντίον των Τούρκων, που ήθελαν να διχοτομήσουν τα δημαρχεία με την εκλογή ξεχωριστών Ελλήνων και Τούρκων δημάρχων.
Τον Κλεόπα τον σκότωσαν ξημέρωμα γιορτής του Σταυρού. Μια γιορτή που ο Χριστάκης τιμούσε ιδιαίτερα. Ήταν σχολική γιορτή και είχαν αργία. Πήγαινε πάντοτε στην εκκλησιά και μετά φύτευε δέντρα, συκιές, ροδιές, κλήματα. Η γιαγιά η Δεσποινού έλεγε ότι όσα δέντρα φυτεύονταν του Σταυρού έπιαναν οπωσδήποτε. Ο Χριστάκης είχε αποδείξεις από τη δική του πείρα ότι αυτό ήταν σωστό. Εκείνη τη μέρα, όμως, δεν φύτεψε τίποτα. Μετά την εκκλησία πήγε εκεί που ο Κλεόπας άφησε την τελευταία του πνοή. Στην πίσω αυλή του καφενείου του Φουκιδή. Ήταν κι άλλοι εκεί. Σκυθρωποί και θυμωμένοι. Κάποιος εξηγούσε πώς έγινε το κακό, πώς ρίχτηκε η σφαίρα, που τον πέτυχε, από πού μπήκε κι από πού βγήκε. Πέθανε, έλεγε, προτού καταλάβει ότι έφαγε τη σφαίρα. Γλυκός θάνατος, πήγε να συμπληρώσει κάποιος άλλος, μα όλοι τον κοίταξαν έντονα και σιώπησε.
Ο Χριστάκης σημείωσε όμως, στον νου του, αυτή τη λεπτομέρεια. Το προηγούμενο Πάσχα ο φίλος του ο Κυριάκος ο Μακάριος, ο γιος της Θεοδούλας, έχασε ένα μικρό μέρος από το δάχτυλο του χεριού από την έκρηξη μιας αυτοσχέδιας κροτίδας που κατασκεύαζε. Κι από τότε υπόφερε πάρα πολύ. Έκανε πολλές μέρες στο νοσοκομείο και η πληγή του μολύνθηκε, πονούσε τόσο πολύ που τα βογγητά του έφταναν μέχρι τον δρόμο. Μερικές φορές που πήγε να τον δει, ο Χριστάκης, του ερχόταν να κλαίει κι αυτός, βλέποντάς τον να υποφέρει τόσο πολύ. Του έκαναν και κάμποσες χειρουργικές επεμβάσεις. Ένα χρόνο και πιο πολύ πηγαινοερχόταν στον χειρούργο του νοσοκομείου, χωρίς σπουδαία αποτελέσματα. Όμως, ο Κυριάκος, ο Μακάριος θα το ξεπερνούσε, όσο κι αν κάποια ελαφρά αναπηρία του έμεινε, ήταν ζωντανός. Έκανε μια βλακεία και θα ζούσε για να μην την ξανακάνει, για να είναι πολύ πιο προσεκτικός στο μέλλον. Μα του Κλεόπα δεν του δόθηκε δεύτερη ευκαιρία. Τον πήγαν στο νοσοκομείο νεκρό και μετά τον έφεραν και τον έθαψαν. Όλο το χωριό ήταν στην κηδεία, όλοι τον έκλαψαν. Ο χαμογελαστός βιοπαλαιστής έφυγε, εκεί που τα πράγματα γίνονταν καλύτερα. Όλοι ήταν φτωχοί εκείνη την εποχή, πιο πολύ οι τεχνίτες. Οι δουλειές ήταν λιγοστές, το κράτος ήταν φτωχό, λίγα μπορούσε να προσφέρει. Ο Κλεόπας, όμως, τα έφερνε βόλτα. Ήταν κτίστης και τα κουτσοδούλεια δεν του έλειπαν για να συμπληρώνει το φτωχικό εισόδημά του. Δούλευε τελευταία και στον αδερφό του, τον Χριστόδουλο, που είχε σχολή οδηγών. Του κρατούσε το γραφείο, έκανε και τον δάσκαλο. Όλοι ήθελαν να μάθουν να οδηγούν, υπήρχε ανταγωνισμός, μα όλοι τα κατάφερναν να επιβιώνουν.
Εκείνη τη μέρα, του φονικού, ο Χριστάκης δεν φύτεψε δέντρα. Μέσα στη στενοχώρια και την ένταση, το παραμέλησε. Τα φύτεψε την επομένη. Κανένα δεν έπιασε.
Είχαν βγει για διάλειμμα, στεκόταν ο Δήμος ο Ιωάννου, από την Αναρίτα κι εξιστορούσε το κατόρθωμα του Ολυμπιακού Πειραιώς, που είχε νικήσει τον Πανιώνιο στο γήπεδο της Νέας Ιωνίας και πήγαινε τώρα για νέες επιτυχίες πάνω στον μεγάλο του αντίπαλο, τον Παναθηναϊκό. Σίγουρα το πρωτάθλημα ήταν δικό του, έλεγε. Ο Χριστάκης τον άκουε, ήταν κι αυτός οπαδός του Ολυμπιακού, μα όχι τόσο φανατικός. Του άρεσε ο Σιδέρης, ενθουσιαζόταν με τις επιτυχίες της ομάδας, μα δεν φανατιζόταν όσο ο Δήμος, που έβγαζε ακόμα και καβγά για την ομάδα του. Ήταν κι άλλοι συμμαθητές και άκουαν, κάποιοι σχολίαζαν. Δυο μαθητές της έκτης τάξης, που τους ήξερε, του έγνεψαν ότι τον ήθελαν. Άφησε τη συζήτηση για το ποδόσφαιρο ο Χριστάκης και τους πλησίασε. Τον πήραν μαζί τους και περπάτησαν μέχρι τους ευκαλύπτους, στην απέναντι πλευρά του γηπέδου, του ΓΣΚ, που το χρησιμοποιούσαν και σαν αυλή του γυμνασίου.
Έφτασαν κάτω από τους ευκαλύπτους, μια τάξη κοριτσιών ήταν εκεί κι ετοιμάζονταν για τη γυμναστική, με την κάτασπρη στολή τους. Κανονικά δεν επιτρεπόταν στ’ αγόρια να πλησιάζουν τα κορίτσια. Ο κανονισμός ήταν πολύ αυστηρός και σχεδόν καθημερινά κάποια αγόρια έτρωγαν ξύλο για παράβαση του βλακώδους κανόνα του διαχωρισμού. Ο Χριστάκης ένιωσε άβολα. Είχε ήδη τιμωρηθεί μια φορά με δυο-τρεις θορυβώδεις φούσκους από τον παιδονόμο τον Λεωνίδα. Μόνο που θυμόταν τα πονηρά γελάκια των συμμαθητών του ένιωθε άβολα. Κατάλαβαν την αμηχανία του οι άλλοι και του είπαν τι ήθελαν στα γρήγορα. Το βράδυ, στις εφτά η ώρα, να βρίσκεται στο σχολείο. Θα γινόταν η πρώτη εκπαίδευση στο αμφιθέατρο. Και κουβέντα σε κανένα, όλα πρέπει να είναι μυστικά.
Ήταν λοιπόν δεδομένος. Νόμισε πως αυτό σήμαινε ότι τον εμπιστεύονταν. Ο Μούσκος και ο Αριστείδης έδωσαν ήδη αναφορά ότι αποδέχτηκε την πρόταση. Δεν χρειαζόταν να τους διαψεύσει. Άλλωστε από την πρώτη στιγμή το είχε αποφασίσει. Δεν θα αρνιόταν το καθήκον προς την πατρίδα. Κάθε πρωί έδινε νοερό όρκο περνώντας μπροστά από το ηρώο των μαθητών του Α΄ Γυμνασίου Πάφου που έδωσαν τη ζωή τους στον Αγώνα, μόλις λίγα χρόνια πριν. Και προπαντός στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη, τον ήρωα-πρότυπό του.
Ήρθε η ώρα της ένταξης στο νέο αγώνα για την ένωση. Του το είπαν πια και το βράδυ θα ερχόταν ξανά σ’ αυτό τον χώρο. Κρυφά, όπως και οι αγωνιστές τότε. Σίγουρα θα ορκιζόταν μαζί με τους άλλους. Τον μυστικό όρκο του αίματος και της θυσίας. Η πορεία, η μεγάλη πορεία της εθνικής δικαίωσης, συνεχιζόταν. Και στο μονοπάτι της τιμής θ’ αποτυπώνονταν και τα δικά του βήματα.
Ήρθε στο νου του εκείνος ο πρώτος γιορτασμός της σημαίας, στην πρώτη τάξη τότε στο γυμνάσιο, στις 27 του Οκτώβρη του 1959. Τότε, ο γυμνασιάρχης τους, ο Παύλος Παυλίδης, ήρωας στο ξεσηκωμό του 1931, είπε, παραδίνοντας τη σημαία στον καλύτερο μαθητή, για να την κρατά μπροστάρης την επομένη στην παρέλαση: Δεν τέλειωσε ο αγώνας μας. Ο ήλιος, ο δικός μας ήλιος, καταυγάζει στην αιώνια Ακρόπολη και στον Παρθενώνα. Κι εκεί ν’ αποβλέπετε κι εκεί να οδηγήσετε τη σημαία που εμείς, της προηγούμενης γενιάς, σας παραδίνουμε. Έπαλλε στον αέρα η φωνή του γηραιού γυμνασιάρχη κι έσπερνε στις καρδιές τον ενθουσιασμό και την απόφαση εκείνων πολλώ κάρονες.
Ήταν τόσο συγκινημένος, η καρδιά μόνο έσπρωχνε πια τα πόδια του, που βρέθηκε, χωρίς να το καταλάβει, ανάμεσα στα κορίτσια που ετοιμάζονταν για γυμναστική. Ούτε που άκουσε, ή πρόσεξε τα πονηρά γελάκια. Το κατάλαβε μόνο όταν βρέθηκε μακριά τους, στη μέση του γηπέδου, κι έπεσε πάνω στον Θεοφάνη, τον συμμαθητή του. Που του παρατήρησε γελώντας ότι ήταν τυχερός που δεν τον πήρε είδηση ο Φικάρδος, ο υποδιευθυντής, ο πιο αυστηρός από όλους τους καθηγητές. Βλέποντάς τον τόσο σοβαρό κι απόμακρο, ο Θεοφάνης, που τους συνέδεε και στενή φιλία, κοντοστάθηκε, τον άρπαξε από το χέρι, τον κούνησε δυνατά και τον ρώτησε:
- Δεν μου φαίνεσαι πολύ καλά. Τι έχεις λοιπόν; Ζαλίζεσαι, σου πονάει το κεφάλι;
Ο Θεοφάνης ήταν ο πιο σοβαρός από όλους τους φίλους του, απόφευγε τα πειράγματα, δεν έλεγε κακό λόγο σε κανένα. Αθλητικός, παλικάρι, πολύ του άρεσε να κάνουν παρέα, να κουβεντιάζουν. Μια-δυο φορές ήρθε με το ποδήλατο και τον βρήκε στο σπίτι του, στη Χλώρακα. Πολύ σωστά τον ένιωθε τώρα, ένιωθε ότι κάτι πολύ σοβαρό τον βασάνιζε. Μα δεν μπορούσε να του μιλήσει. Η μυστικότητα ήταν απαραίτητη στον νέον αγώνα. Δεν μπορούσε καν να περάσει από το νου του ότι αυτή η μυστικότητα δεν εξυπηρετούσε κανένα σκοπό. Προς τι; Στον αγώνα του ’55, ήταν μια ξένη κυβέρνηση, οι τιμωρίες ήταν αυστηρές, ακόμα και η καταδίκη σε θάνατο δεν ήταν καθόλου σπάνια, για τη συμμετοχή. Τώρα, όμως, είχαν τη δική τους κυβέρνηση. Που δεν θα καταδίκαζε κανένα. Ούτε που θα συλλάμβανε κανένα. Γιατί λοιπόν η τόση μυστικότητα; Άραγε και ο Θεοφάνης να είχε κληθεί; Το βράδυ θα το μάθαινε. Τώρα δεν θα του έλεγε τίποτα.
Νύχτωσε, έπρεπε να ξεκινήσει. Δεν είχε πει τίποτα, φυσικά, στη μητέρα του, ούτε θα της έλεγε. Μυστικότητα! Το πρόβλημα ήταν που ο πατέρας γύρισε νωρίς στο σπίτι, έφαγε και κάθισε να διαβάσει το νέο τεύχος περιοδικού. Τον «Θησαυρό». Αυτό ήταν εκτός ρουτίνας. Συνήθως έτρωγε και πήγαινε στο καφενείο, όπου έμενε τουλάχιστον μέχρι τις δέκα. Αυτό το βράδυ τα πράγματα άλλαζαν.
Μάταια περίμενε τον πατέρα του να φύγει για να φύγει κι αυτός. Στο τέλος υποχρεώθηκε να γλιστρήσει έξω, να πάρει το ποδήλατο και να φύγει μέσα στο σκοτάδι. Να το σκάσει, ουσιαστικά, από το σπίτι, κάτι που συνήθως το απόφευγε.
Έφτασε στο σχολείο και κατέβηκε στο ημιυπόγειο αμφιθέατρο. Ήταν γεμάτο με μαθητές της πέμπτης κι έκτης τάξης. Δεκαεξάχρονους και δεκαεφτάχρονους μαθητές, που κάθονταν σε απόλυτη τάξη κι ησυχία. Τους ήξερε όλους. Είδε τον Μούσκο και τον Αριστείδη. Του έγνεψαν και κάθισε κοντά τους. Κάτω, στο ημικύκλιο, είχαν βάλει ένα μακρύ, ξύλινο πάγκο και πάνω του έριξαν ψιλή άμμο κι έπλασαν λόφους και υψώματα. Κατά διαστήματα τοποθέτησαν κλαράκια για δέντρα και μερικές πέτρες για βράχους. Από πίσω, μια αναμμένη λάμπα δημιουργούσε φωτοσκιάσεις.
Δίπλα στο σκηνικό στέκονταν δυο άντρες. Ο ένας ήταν άγνωστος, ο άλλος ήταν ο καθηγητής του, των Ελληνικών, ο Δημήτρης Σμυρλής. Το ήξερε ότι ανακατώθηκε στον αγώνα της ΕΟΚΑ και είχε μάλιστα εκδιωχθεί στην Ελλάδα από την αγγλική διοίκηση. Ήταν Ελλαδίτης, μα η γυναίκα του ήταν Κυπρία, καθηγήτρια κι αυτή.
Στο ξεκίνημα τους μοίρασαν από μια ταυτότητα, ένα κομμάτι χαρτί όπου έγραφε το όνομά τους και τους είπαν να το φυλάξουν σαν απόδειξη πως ό,τι έκαναν ήταν νόμιμο. Στη συνέχεια στάθηκαν όρθιοι κι έδωσαν ένα σύντομο όρκο να αγωνίζονται για τη νομιμότητα και τους είπαν ότι ήταν πια ειδικοί αστυνομικοί, στην υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό δεν άρεσε στον Χριστάκη.
- Νόμιζα ότι θα ξεκινούσαμε και πάλι αγώνα για την ένωση, ψιθύρισε στον Μούσκο.
- Αυτό είναι η αρχή, του απάντησε εκείνος. Είναι η κάλυψη για να ξεκινήσουμε.
Αυτό, βέβαια δεν τον καθησύχασε καθόλου. Παρακολούθησε με προσοχή την εξέλιξη, έγινε μάθημα στρατηγικής και καμουφλάζ, που κράτησε δυο ώρες. Έφυγε με ένα άλλο συμμαθητή του, του Β΄ Γυμνασίου, από την Έμπα. Στου Κόκκινου στεκόταν και πάλι ο Μουσταφάς. Είχε κατέβει από το ποδήλατό του, το κρατούσε και φαινόταν να παρακολουθεί ποιοι περνούσαν. Το ανάφερε αυτό την άλλη μέρα και του είπαν ότι το είχαν ήδη υπόψη κι από άλλες αναφορές. Του τόνισαν να είναι προσεκτικός και τα βράδια να μην περνά μόνος από την περιοχή.
Συνέχισαν τα μαθήματα για άλλα τρία βράδια και καταλάβαινε ότι ο πατέρας του τον παρακολουθούσε με ανησυχία. Δεν είχε πει τίποτα, όμως έμενε στο σπίτι, κάτι που δεν το συνήθιζε. Κι όταν επέστρεφε τον έβρισκε να κάθεται και να διαβάζει το περιοδικό του. Είκοσι φορές θα το έχει διαβάσει, σκεφτόταν. Μα δεν τον ρώτησε, δεν του έκανε καμιά παρατήρηση. Του έριχνε μόνο μια ανήσυχη ματιά και συνέχιζε το διάβασμα. Τον στεναχωρούσε που δεν του ανάφερε τίποτα, που δεν μπορούσε να του αναφέρει τίποτα. Άνοιγε τα βιβλία του και διάβαζε μέχρι τα μεσάνυχτα, ενώ τ’ αδέρφια του κοιμούνταν ήσυχα. Η αδερφή του η Στέλλα κάτι πήγε να τον ρωτήσει μα σιώπησε κι αυτή, καταλαβαίνοντας ότι ήταν η ώρα της σιωπής. Η μητέρα δεν έλεγε τίποτα. Τον παραξένευε η στάση όλων, έμοιαζε με συμμετοχή σε συνομωσία. Μόνο, κάποια στιγμή, που μπήκε μέσα ξαφνικά βρήκε τον πατέρα και τη μητέρα να τον κοιτάζουν ένοχα, σημάδι ότι συζητούσαν για εκείνον και τους διάκοψε.
Κατά παράξενο τρόπο η όρεξή του για διάβασμα δυνάμωσε, δεν άφηνε τίποτα γι’ αργότερα. Άρχισε να παίρνει σημειώσεις την ώρα της παράδοσης, μέσα στην τάξη, ακόμα και μαθήματα που δεν τα γούσταρε άρχισε να τους δίνει μεγαλύτερη σημασία. Κι αυτό θα συνεχιζόταν μέχρι το τέλος του σχολείου. Κι όχι μόνο στο σχολείο, μα και στο σπίτι η συμπεριφορά του άλλαξε. Έγινε πιο συνεπής, δεν αντιμιλούσε, έκανε ό,τι του ζητούσαν χωρίς να γκρινιάζει. Έγινε και πιο κοινωνικός. Πήγαινε πιο συχνά στον σύλλογο, τον «Διγενή Ακρίτα», που διασπάστηκε από την ΠΕΚ κι έγινε σωματείο για τη νεολαία και τον αθλητισμό. Αύξησε τους φίλους του, συζητούσε με τους μεγαλύτερους, μετείχε στην ομάδα στίβου, έκανε καθημερινή προπόνηση, συνδέθηκε πιο πολύ με τον ξάδερφό του, τον Χριστόδουλο, που είχε διοριστεί δάσκαλος στη Χλώρακα και τους έκανε προπόνηση. Κάθε Σάββατο πήγαινε στο σινεμά, στο «Ροδαφίνα», του Λεωνίδα, μαζί με τον ξάδερφό του, τον Σάββα, αδερφό του Χριστόδουλου, που άρχισε να τους συνδέει δυνατή φιλία, πέραν από τη συγγένεια του αίματος.
Για όλες αυτές τις αλλαγές, που τις θεωρούσε και ήταν πολύ θετικές, ένιωθε ότι έπαιζε σημαντικό ρόλο η συμμετοχή του στη μυστική προετοιμασία. Πρόσεχε ότι και οι άλλοι συμμαθητές του, που ήταν μαζί του συμμέτοχοι, είχαν κι αυτοί αλλάξει προς το καλύτερο. Ο καθηγητής τους, ο Σμυρλής, παρουσιαζόταν με δυο πρόσωπα. Καλός καθηγητής να τους κάνει αρχαία και νέα ελληνικά, γραμματική και συντακτικό, το πρωί στην τάξη, μεταμορφωνόταν το βράδυ σε παιδαγωγό της στρατιωτικής τέχνης. Όλοι τον παρακολουθούσαν με προσοχή, κανένας δεν διάκοπτε, κανένας δεν ρωτούσε. Ήταν κάτι σαν ιερή μυσταγωγία.
Διέκοψαν στη μέση της βδομάδας που ακολούθησε και τους είπαν να παρουσιαστούν στο Δασούδι, πρωί-πρωί την Κυριακή για στρατιωτική άσκηση. Τους είπαν ότι έπρεπε να παρουσιαστούν με στρατιωτική στολή κι άρβυλα. Αυτό δυσκόλευε τα πράγματα για τον Χριστάκη. Στο Κτήμα λειτουργούσαν δυο καταστήματα που πουλούσαν στρατιωτικά είδη. Αγόραζαν μεταχειρισμένα από τους Εγγλέζους, στους πλειστηριασμούς στη βάση Ακρωτηρίου και τα μεταπουλούσαν με μικρό κέρδος. Ήταν δημοφιλή και φτηνά είδη, κατάλληλα κι ανθεκτικά τόσο για τους γεωργούς, όσο και για τους τεχνίτες. Ήξερε καλά το κατάστημα του Μαύρου, κοντά στην αγορά, ο Χριστάκης. Είχε λίγες οικονομίες, μερικά σελίνια, πήγε κι αγόρασε ένα καφέ, στρατιωτικό τρικό. Για άλλα δεν περίσσεψαν. Θα χρησιμοποιούσε τα άρβυλα που ο πατέρας είχε πάρει για το κυνήγι και τα φόρεσε όλη-όλη μια φορά. Χρειαζόταν επί πλέον χακί παντελόνι, στρατιωτικό ζωστήρα και γκέτες. Δανείστηκε τις γκέτες και τον ζωστήρα από τον ξάδερφο Κόκο. Δηλαδή δεν τα δανείστηκε ακριβώς. Πήγε και τα πήρε από την παράγκα, όπου έμενε όταν ερχόταν με άδεια. Ήταν αστυνομικός και τελευταία είχε μετατεθεί στον αστυνομικό σταθμό της Επισκοπής Λεμεσού. Σίγουρα δεν θα του έλεγε όχι, αν του τα ζητούσε. Έτσι όμως ήταν καλύτερα γιατί δεν θα χρειαζόταν να δώσει εξηγήσεις. Άλλωστε, θα τα επέστρεφε μετά την άσκηση. Πιο πολύ δυσκολεύτηκε να εξασφαλίσει στρατιωτικό παντελόνι. Το πρόβλημα λύθηκε με τρόπο, που το θεώρησε ένα μικρό θαύμα. Στην καφκάλα της Λέμπας, πίσω από το σπίτι της θείας της Μυριάνθης, πήγαν κι άδειασαν ένα ολόκληρο φορτηγό με άχρηστα στρατιωτικά είδη. Ένα από τα δυο καταστήματα, που τα πουλούσαν, τα πέταξε εκεί. Τα είδε επιστρέφοντας από της θείας της Βαρβαρούς, στη Λέμπα, όπου είχε πάει μαζί με τον Σάββα. Πολλά πράγματα. Διάλεξε ένα από τα πολλά παντελόνια, που του φάνηκε το πιο καινούργιο, κι ένα στενό, σιδερένιο κρεβάτι και τα κουβάλησε στο σπίτι. Ντρεπόταν κιόλας που τον είδαν η Μαρούλα, η κόρη του Πάφιου και ο Τοουλής, ο Άνοστος, ο πετροκόπος. Έβαλε τη μητέρα του και του έπλυνε το παντελόνι κι εκείνη το έκανε χωρίς καμιά παρατήρηση. Λες και ήξερε. Δοκίμασε τη στολή στον χαρουπώνα, σίγουρος ότι κανένας δεν τον είδε. Δεν ήταν και τέλεια, ειδικά το παντελόνι ήταν πλατύ, κυριολεκτικά κολυμπούσε μέσα, μα θα περνούσε για την ώρα. Κι όμως, αυτή τη στολή θα τη φορούσε για ένα ολόκληρο χρόνο και περισσότερο.
Με το πρώτο φως ήταν στο πόδι. Ετοιμάστηκε αθόρυβα κι έφυγε. Ανακάθισε στο κρεβάτι κι ο Χαμπής, μόλις ο γιος του έφυγε κι αναστέναξε. Ακούμπησε στον ώμο τη Στασού που κι εκείνη είχε ξυπνήσει, δίπλα του.
- Πάλι από την αρχή, είπε και σηκώθηκε. Κάθισε σε μια καρέκλα κι άναψε τσιγάρο.
Τρεμόπαιζε το φανάρι του ποδηλάτου μέσα στο σκοτάδι που γινόταν διάφανο κι έφευγε. Έπεσε πάνω στον Νικόλα, τον καντηλανάφτη, που πήγαινε να κτυπήσει την καμπάνα. Τον καλημέρισε κι έφυγε, ελπίζοντας πως δεν τον αναγνώρισε. Μα είχε λάθος. Τα καφενεία ήταν κλειστά, ο νέος νόμος δεν επέτρεπε ν’ ανοίξουν πριν τελειώσει η λειτουργία. Τερτίπια κι αυτά της κυβέρνησης, λες και δεν είχε άλλα πιο σοβαρά μέτρα να πάρει, οικονομικά και κοινωνικά. Μέχρι το σχολείο, όλα ήταν έρημα. Ψυχή Θεού πουθενά. Φτάνοντας εκεί συνειδητοποίησε ότι έκανε λάθος. Κεκτημένη ταχύτητα. Η εκκίνηση θα γινόταν από το Δασούδι. Βιάστηκε, αν και υπήρχε αρκετός χρόνος. Ο δρόμος ήταν ανηφορικός και τον κούρασε. Πέρασε από το Λιασίδειο Κολλέγιο και το υδραγωγείο, όπου σώζονταν τα κατάλοιπα του αγγλικού στρατοπέδου, γνωστό κέντρο βασανιστηρίων, από τα χειρότερα, για τους πατριώτες, στα χρόνια του Αγώνα. Έφτασε όταν οι άλλοι άρχισαν να ανεβαίνουν στα λεωφορεία.
Η ανατολή του ήλιου βρήκε τα λεωφορεία καθ’ οδόν. Ήταν όλοι μαθητές, λίγοι ήξεραν πόσοι ήταν, νέοι έφηβοι που πίστευαν, που τους ενέπνεε το παράδειγμα και η θυσία των ηρώων της ΕΟΚΑ. Σιωπηλοί, σοβαροί αντιλαμβάνονταν την αποστολή τους μέσα από όσα τους είχαν πει και μέσα από τον έντονο συναισθηματισμό και τον πατριωτισμό τους.
Αγκομαχούσαν τα οχήματα στον ανήφορο. Ο δρόμος δεν ήταν κι ό,τι καλύτερο, όλο στροφές, λακκούβες και κακοτοπιές. Γρήγορα άφησαν τον κύριο δρόμο κι έπιασαν τη χωματένια, δασική στράτα. Το πυκνό δάσος της Πάφου, με τα ψηλόκορμα πεύκα και όλα τα χρώματα του Φθινόπωρου, που έφευγε, ελευθέρωνε τη σκέψη από τη συμβατικότητα, μαλάκωνε τα αισθήματα. Οι έφηβοι άφηναν την καρδιά τους να κτυπά όλο και πιο γρήγορα όσο το μυαλό άδειαζε από σκέψεις κι άλλες έγνοιες.
Η διαδρομή μέσα στο δάσος κράτησε σχεδόν μια ώρα. Έφτασαν τελικά σε μια ανοιχτωσιά, τα λεωφορεία πάρκαραν ανάμεσα στα δέντρα που αραίωναν στη γύρω περιοχή. Κατέβηκαν και περπάτησαν, χωρίς καμιά τάξη, για άλλα δέκα λεπτά. Μέσα από ένα στενό μονοπάτι, έφτασαν σε μια μικρή πλατεία, όπου υπήρχε μια μισοχαλασμένη, εγκαταλειμμένη παράγκα. Η καμπυλωτή οροφή σκεπαζόταν με αμίαντο, χαρακτηριστικό υλικό για τα κυβερνητικά κτίσματα την εποχή της αγγλικής διοίκησης. Υπήρχε μόνο μια στενή πόρτα, κλειστή. Κι ένα παράθυρο, που κρεμόταν ξεχαρβαλωμένο. Τα δέντρα ήταν λιγοστά, οι θάμνοι, όμως, πανύψηλοι, μέχρι δυο μέτρα και πυκνοί, θρασομανούσαν. Ο Χριστάκης δεν είχε ξαναδεί τόσο πυκνούς και θαλερούς θάμνους. Δεν ήταν αγκαθιές. Και διατηρούσαν τα φύλλα τους, αν κι άρχιζε ήδη ο χειμώνας. Κι όμως δεν φαίνονταν να είναι αειθαλή φυτά.
Σταυρός των Κρατημάτων. Έτσι λεγόταν η περιοχή. Πολύ λίγοι από εκείνα τα παιδιά είχαν ακούσει προηγουμένως αυτό το όνομα
Δεν υπήρχε αρκετός χώρος για να συγκεντρωθούν και να στοιχηθούν. Τους έβαλαν να καθίσουν χάμω, στο χώμα που ήταν βρεγμένο από τις πρόσφατες βροχές και μύριζε πολύ όμορφα, ευωδιά γης και πεσμένων φύλλων που τα αποσάθρωνε η ψηλή υγρασία. Πνοή ζωής που ανέβαινε κι αναζωογονούσε. Άρχισαν να φωνάζουν ονόματα και να φτιάχνουν ομάδες από δέκα. Αρχηγοί ορίζονταν μαθητές της έκτης τάξης. Γνωστοί σε όλα τα παιδιά κι αποδεκτοί.
Συγκροτούνταν, μια-μια οι ομάδες, οριζόταν ο ομαδάρχης και οι δυο υπό ομαδάρχες κι έφευγαν μέσα στους πανύψηλους θάμνους για να εξερευνήσουν τη γύρω περιοχή και να προσανατολιστούν, να βρουν τον δρόμο τους μέσα από τα μονοπάτια που κρύβονταν από την πυκνή βλάστηση.
Η εξερεύνηση κράτησε σχεδόν δυο ώρες. Η μέρα ήταν καθαρή και το φως δυνατό παρά την έντονη σκίαση από τα πυκνά φυλλώματα των δέντρων και των θάμνων. Δεν έκανε κρύο, αν κι έμπαινε ο Δεκέμβρης.
Ο Χριστάκης απολάμβανε την πορεία, αν και τα χέρια του είχαν ματώσει από την προσπάθεια να παραμερίζει συνεχώς τα κλαδιά που εμπόδιζαν τη διάβαση. Ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Πάντα του άρεσε το πράσινο, που στη χαμηλή Πάφο έλειπε. Και οι ευκαιρίες να περπατήσει στο δάσος δεν υπήρχαν. Στις παρυφές της Χλώρακας υπήρχε μια λωρίδα από πυκνούς δρύες, πανύψηλες τριμιθιές και θαλερές χαρουπιές. Και θάμνους, σκίνα, μυρσίνες, αγριελιές και ξυσταριές, όπου τον χειμώνα και την άνοιξη βλάσταιναν λουλούδια, δημιουργώντας ένα πανέμορφο χαλί. Κυκλάμινα, ανεμώνες, μαργαρίτες, ξεπηδούσαν από κάθε κρυφή γωνιά, από κάθε σχισμή του βράχου. Ξεκινούσε από τον χαρουπώνα, κάτω από το σπίτι του Αντρέα του Γιώρκη κι έφτανε μέχρι τους Κλούνους, με μια μικρή διακοπή στις Πλευρές. Πολύ του άρεσε να περιφέρεται εκεί όποτε έβρισκε ευκαιρία. Μα το δάσος ήταν κάτι διαφορετικό. Και να που η επιθυμία του να το περπατήσει πραγματοποιόταν αυτό το ήσυχο πρωινό. Κι ένιωθε όμορφα κι ένιωθε και σπουδαίος, για την εμπιστοσύνη που του έδειχναν να τον καλέσουν. Να εκπαιδευτεί με τους άλλους. Να εξυπηρετήσει την πατρίδα. Τη μικρή πατρίδα.
Η πορεία κράτησε δυο ώρες. Επέστρεψαν στη μικρή πλατεία και κάθισαν οκλαδόν, η μια ομάδα κοντά στην άλλη, σ’ ένα ημικύκλιο, μπροστά στο μισοχαλασμένο παράπηγμα. Σε μια άκρη, μπροστά σ’ ένα μικρό τραπέζι στέκονταν πέντε άντρες με φαιοπράσινες στρατιωτικές φόρμες και σκουφάκι με το σήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ένας από αυτούς προχώρησε και στάθηκε μπροστά στη συγκέντρωση. Άρχισε να τους μιλά και να εξηγεί το πρόγραμμα εκπαίδευσης.
- Θα ξεκινήσουμε με απλές ασκήσεις, έλεγε. Πρώτα διαφυγή εν μέσω πυρών. Θα σας γίνει επίδειξη από τους ομαδάρχες σας, που έχουν ήδη εκπαιδευτεί. Στη συνέχεια θα επαναλάβετε. Ο καθένας σας ξεχωριστά. Μη φοβηθείτε να ματώσετε τους αγκώνες και τα γόνατά σας. Γιατί αυτό θα σώσει τη ζωή σας όταν χρειαστεί να συρθείτε, να κυλιστείτε ή να κάνετε το βαρελάκι. Θα επαναλάβετε την άσκηση ξανά και ξανά, μέχρι να την κάνετε αλάνθαστα. Καλύτερα να σας κοπεί η μέση τώρα, στην εξάσκηση, παρά να μη ξέρετε πώς να διαφύγετε στην ώρα της μάχης, πώς ν’ αποφύγετε τα εχθρικά πυρά και να βγείτε ζωντανοί. Και νικητές. Γιατί να ξέρετε, ζωντανούς πολεμιστές είναι που χρειαζόμαστε. Ο αγώνας μας θα είναι δύσκολος και πρέπει να μείνουμε ζωντανοί μέχρι τέλους.
Κάποιος ακούστηκε από κάτω κάτι να ρωτά. Ο Χριστάκης δεν καλοάκουσε την ερώτηση. Ο ομιλητής σιώπησε για λίγο, πήγε κοντά στους άλλους και συζήτησε μαζί τους ψιθυριστά. Επέστρεψε, μ’ ένα λεπτό ραβδί στο χέρι. Το σήκωσε ψηλά κι άρχισε και πάλι να μιλά.
- Ο συναγωνιστής σας έχει δίκιο, συνέχισε. Θα έπρεπε να οριστούν τουλάχιστον και οι λοχίες, για να τους ξέρετε και για να επιβλέπουν και να καθοδηγούν. Αυτοί, όμως, εκπαιδεύονται κάπου αλλού. Θα σας τους παρουσιάσουμε στην επόμενη εκπαιδευτική συνάντηση, που θα γίνει την ερχόμενη Κυριακή, στον Κόλπο των Κοραλίων. Εκεί θα κάνετε εκπαίδευση πάνω στα όπλα. Θα μάθετε να τα αποσυναρμολογείτε και να τα συναρμολογείτε και πάλι. Εκεί θα χρειαστούν και οι λοχίες. Τώρα υπεύθυνοι για την άσκηση θα είναι οι ομαδάρχες σας. Να τους γνωρίσετε κι εκείνοι να ξέρουν τις ικανότητες του καθενός σας. Να τους εμπιστευτείτε κι εκείνοι να εμπιστευτούν εσάς. Θα είναι οι πιο κοντινοί σας στην άσκηση αλλά και στη μάχη. Η παράκλησή μου, όμως, είναι να μην υποβληθούν τώρα άλλες ερωτήσεις γιατί η μέρα φεύγει και δεν θα προλάβουμε να καλύψουμε το πρόγραμμα. Φυλάξετε τις ερωτήσεις για τους ομαδάρχες σας. Θα σας τις απαντήσουν…
Έγινε και πάλι μια μικρή διακοπή.
- Για δυο ώρες, άρχισε και πάλι ο ομιλητής που ήταν φανερό ότι δεν ήθελε να συστηθεί, θα κάνετε αυτή την εξάσκηση. Μετά θα έρθετε και πάλι εδώ και θα σας γίνει επίδειξη κατάληψης οικίας, με πραγματικά πυρά. Θα έχουμε μαζί μας μια ομάδα εκπαιδευτών για να μας δείξουν. Εσείς απλώς θα παρακολουθήσετε τώρα και θα ασκηθείτε αργότερα, όταν θα καλούνται οι διμοιρίες, η κάθε μια ξεχωριστά. Η επόμενη άσκηση που έχουμε για σας σήμερα, λίγο αργά το απόγευμα, θα είναι πυρ και κίνηση. Χωρίς πραγματικά πυρά αυτήν την πρώτη φορά. Κι αυτό θα γίνει, αλλά αργότερα, στην εξέλιξη της εκπαίδευσής σας.
Έβγαλε μια σφυρίχτρα και σφύριξε παρατεταμένα.
- Φύγετε κι αρχίστε, διάταξε. Η ώρα είναι δώδεκα, να είσαστε πίσω στις δυο ακριβώς.
Ακολούθησαν τον ομαδάρχη τους, που πήγαινε μπροστά με τους δύο υπό ομαδάρχες. Προχώρησαν μέσα στην πυκνή βλάστηση, πήραν τον ανήφορο κι έφτασαν μέσα σε δέκα λεπτά σ’ ένα άνοιγμα, χωρίς θάμνους και με αραιά πεύκα. Δέκα λεπτά γρήγορο βάδην στο δύσκολο κι ανηφορικό μονοπάτι, τους έκοψε κυριολεκτικά την ανάσα. Μα κανένας δεν παραπονέθηκε. Ούτε όταν η άσκηση άρχισε χωρίς καμιά διακοπή, για να βρουν την αναπνοή τους.
Στις δυο ώρες που ακολούθησαν έγιναν αγνώριστοι. Κυλίστηκαν κάτω, μέσα στη βλάστηση, λασπώθηκαν, τα ρούχα τους ξεσχίστηκαν, ο αέρας που ανάπνεαν έμοιαζε με φωτιά οι πνεύμονές τους έγιναν καμίνι. Ούτε που κατάλαβαν πότε πέρασαν δυο ολόκληρες ώρες. Όταν ο ομαδάρχης έδωσε το σύνθημα επιστροφή, ήταν καταματωμένοι κι εξουθενωμένοι. Μα και ο ενθουσιασμός τους ήταν ασυγκράτητος. Θα ξόδευαν άλλο τόσο χρόνο με μεγάλη ευχαρίστηση. Αγόγγυστα και χωρίς συγκρατημό. Η επιστροφή ήταν πιο εύκολη, στην κατηφορική πλαγιά, τους έγινε, όμως, παρατήρηση γιατί επέστρεψαν τελευταίοι.
Δεν τους έδωσαν ούτε φαγητό, ούτε νερό. Δεν τους άφησαν να πάρουν έστω και μια ανάσα. Την ώρα που απουσίαζαν είχαν φτάσει με ένα βαν καμιά δεκαριά άντρες που τώρα ετοιμάζονταν για την επίδειξη. Κι όσο εκείνοι ετοιμάζονταν, ένας από τους πέντε υπεύθυνους της εκπαίδευσης, άλλος από εκείνον που τους μίλησε στην αρχή, στάθηκε μπροστά τους και τους εξήγησε τι θα παρακολουθούσαν.
- Η μάχη σε κατοικημένη περιοχή, τους έλεγε, είναι δύσκολη επιχείρηση. Αυτοί που κάνουν την επίθεση είναι πολύ εκτεθειμένοι στα εχθρικά πυρά που, πολλές φορές, διασταυρώνονται. Υπάρχουν θύματα, νεκροί και τραυματίες. Αυτό είναι αναπόφευκτο. Για να τα μειώσουμε, πρέπει να είμαστε καλά εκπαιδευμένοι, καλά συντονισμένοι και, προπαντός, να λειτουργούμε ομαδικά και πειθαρχημένα. Οι ηρωισμοί της τρέλας είναι αχρείαστοι. Η επίδειξη θα γίνει τρεις φορές. Παρακολουθείστε με προσοχή.
Έβγαλε τη σφυρίχτρα και σφύριξε και πάλι. Ένας από τους νεοφερμένους ξάπλωσε μπρούμυτα απέναντι από το παράπηγμα κι ετοιμάστηκε να βάλει μ’ ένα μπρεν. Έβαλε τη γεμιστήρα, όπλισε και περίμενε το σύνθημα για ν’ αρχίσει να βάλλει. Την ίδια ώρα, μια ομάδα με τρεις, από τους νεοφερμένους επίσης, ετοιμαζόταν να εφορμήσει υπό την κάλυψη των πυρών του μπρεν.
Ο Χριστάκης, αλλά και όλοι οι άλλοι, παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον. Κανένας δεν είχε ξαναδεί τέτοια άσκηση. Όλοι ήξεραν από όπλα, τουλάχιστον τα ονόματά τους. Η ομάδα των τριών ήταν οπλισμένη με στεν, το ελαφρό αυτόματο του αγγλικού στρατού. Τους είδαν να τα ελέγχουν με προσοχή και να βάζουν τις σφαιροθήκες. Έλεγξαν, επίσης, τις χειροβομβίδες που είχαν κρεμασμένες στο στήθος τους. Μια ο καθένας. Καλύφτηκαν μετά πίσω από μια ψηλή πέτρα και περίμεναν.
Ακούστηκε το σφύριγμα και το μπρεν άρχισε να βάλλει. Οι σφαίρες φάνηκαν να σκάφτουν τους τοίχους της παράγκας και ο ήχος της ριπής αντιλάλησε ανάμεσα στα δέντρα. Οι θεατές ένιωσαν τη συγκίνηση της μάχης, στα ρουθούνια τους έφτασε η χαρακτηριστική, αψιά μυρουδιά του μπαρουτιού, η καρδιά τους κτύπησε στον δυνατό ρυθμό της μάχης.
Ο πολυβολητής άφησε άλλη μια ριπή να ραντίσει με σφαίρες την κωνική οροφή της παράγκας. Οι αμίαντοι τσακίστηκαν και τα κομμάτια τους πετάχτηκαν κι άρχισαν να πέφτουν γύρω, μέχρι μπροστά στα πόδια στην πρώτη σειρά των θεατών. Η αίσθηση ότι ζούσαν πραγματική μάχη δυνάμωνε.
Την ίδια ώρα οι τρεις, που θα έκαναν την κατάληψη, βγήκαν από την κάλυψη και κύλησαν μπροστά πολύ γρήγορα, μέχρι που βρέθηκαν να στέκονται όρθιοι από τις δυο πλευρές της πόρτας της υπό κατάληψη οικίας. Κι ενώ μια τρίτη ριπή του πολυβόλου ράντιζε με σφαίρες την αμιαντένια στέγη, ένας από τους τρεις έδωσε μια κλωτσιά στην πόρτα που υποχώρησε προς τα μέσα. Οι τρεις άντρες πετάχτηκαν μέσα κι ακούστηκαν μερικοί πυροβολισμοί. Οι πολύ χαρακτηριστικοί ήχοι της ριπής του στεν.
Η επίδειξη έγινε τρεις φορές, από τρεις διαφορετικές ομάδες. Τα μάζεψαν στο τέλος κι έφυγαν με το βαν που τους έφερε. Το απόγευμα προχωρούσε, το φως δεν ήταν πια τόσο ζωηρό, ανέβαινε η υγρασία στο δάσος, ήταν και η μυρουδιά της μπαρούτης και του λαδιού συντήρησης των όπλων που βάραινε στον αέρα, το ηθικό των εκπαιδευόμενων δεν ήταν όσο και το πρωί ψηλό.
Δυο-τρεις από τους ομαδάρχες βγήκαν μπροστά και συζήτησαν για λίγο με τους υπεύθυνους της άσκησης. Τους παρακολουθούσαν να μιλούν και να επιστρέφουν σε λίγο στη θέση τους. Αμέσως μετά τους ανακοίνωσαν ότι δεν υπήρξε πρόβλεψη για ψωμί και νερό. Θα έτρωγαν με πιο πολλή όρεξη όταν θα επέστρεφαν στα σπίτια τους. Όλοι σιώπησαν. Κανένας δεν θεωρούσε την τροφή το πιο σπουδαίο, όλοι όμως είχαν διψάσει και τους είχαν φέρει σ’ ένα μέρος όπου δεν υπήρχε νερό. Θα το άντεχαν κι αυτό. Μα είχαν και φυσικές ανάγκες και δεν τους έκαναν ούτε ένα διάλειμμα, τουλάχιστον ν’ αδειάσουν την κύστη τους. Το είπε ο Χριστάκης στο διπλανό του κι αυτός το φώναξε δυνατά.
Τον άκουσαν οι υπεύθυνοι κι αναστατώθηκαν. Κάτι είπαν μεταξύ τους και μετά ο υπεύθυνος στάθηκε και τους μίλησε απολογητικά. Για δυο λεπτά και ύστερα τους είπαν να κάνουν δέκα λεπτά διάλειμμα και να επιστρέψουν για να συνεχίσουν.
Σε δέκα λεπτά ήταν πραγματικά όλοι πίσω, αλλά δεν άρχισαν αμέσως την άσκηση. Τους άφησαν ακόμα μισή ώρα, ευκαιρία να μιλήσουν μεταξύ τους, να πουν τις εντυπώσεις τους, να κριτικάρουν.
Μα η μέρα έφευγε, δεν υπήρχε χρόνος για την τελευταία άσκηση, πυρ και κίνηση. Τους εξήγησαν λίγα πράγματα, μια διμοιρία σηκώθηκε κι έκανε μια γρήγορη επίδειξη. Ο χώρος δεν ήταν κι ο πιο κατάλληλος για την άσκηση αυτή κι έτσι αποφασίστηκε ότι αυτό θα το άφηναν για την επόμενη Κυριακή κι ότι θα επέλεγαν ένα καλύτερο χώρο.
Όταν ο Χριστάκης επέστρεψε από την άσκηση, η ώρα πήγαινε οκτώ. Πήγε πρώτα στην παράγκα του θείου του παπά Κώστα κι άφησε τον ζωστήρα και τις γκέτες. Ευτυχώς κανείς δεν ήταν εκεί. Στο σπίτι, όμως, ήταν όλοι: ο πατέρας, που εκείνο το βράδυ διάλεξε να μην πάει στο καφενείο, ο παππούς ο Λεωνής, η γιαγιά η Δεσποινού, ακόμα και η Μαρία, η γειτόνισσα με τα παιδιά της. Ένα συνηθισμένο βράδυ Κυριακής ήταν. Όχι όμως για τον Χριστάκη. Εκείνη τη μέρα ένιωθε ότι δεν ήταν πια έφηβος, ότι είχε ξαφνικά μεγαλώσει, ότι έγινε άντρας. Εκείνη η Κυριακή, ήταν η μέρα της άντρωσής του.
Είπε μια ξερή καλησπέρα και πήγε στο μικρό δωμάτιο, όπου άλλαξε τα ρούχα του. Είχε να μελετήσει, ήταν νηστικός, διψούσε. Ήρθε η μητέρα του.
- Σου φύλαξα λίγο κρέας και πατάτες, του είπε, μα κάποιος το έφαγε κρυφά.
Του έκοψε ένα κομμάτι χαλλούμι και λίγο ψωμί και τον άφησε να φάει. Αυτός πήγε κι έβρασε νερό. Έφτιαξε τσάι με φασκόμηλο και κανέλλα, όπου βούτηξε το ψωμί και το απόλαυσε. Δεν έφαγε το χαλλούμι γιατί νήστευε, ούτε και παραπονέθηκε που ένα από τα αδέρφια του έφαγε το μερίδιο του στο φαγητό του μεσημεριού. Έτσι κι αλλιώς δεν θα το έτρωγε λόγω της νηστείας. Παραξενεύτηκε μάλιστα που η μητέρα του φύλαξε κρέας, λες και δεν το ήξερε ότι νήστευε και μάλιστα αυστηρά.
Πυρωνόταν ο αέρας πολύ πιο γρήγορα από ότι κανένας μπορούσε να φανταστεί. Οι ετοιμασίες για την αναμέτρηση ήταν παραπάνω από εμφανείς κι όλοι μπορούσαν πια να τις δουν, να τις αντιληφτούν, στην έσχατη περίπτωση να τις φανταστούν. Δεν υπήρχε καν περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Κάτι σαν ιερή τρέλα είχε πιάσει όλους, μεγάλους και μικρούς, κυβέρνηση και λαό. Τα νήματα κινούνταν μέσα σ’ αυτή την ιερή τρέλα, την τόσο ακαταλαβίστικη κι ανεξήγητη. Αυτήν την τρέλα που, μετά την καταστροφή, θα τη φόρτωναν στους ξένους. Και οι δυο πλευρές θα μπορούσαν να τα βρουν με ελάχιστη προσπάθεια, με λίγη αμοιβαία κατανόηση και με ακόμα πιο λίγες υποχωρήσεις. Μα όταν ο διάβολος σπρώχνει, οι άνθρωποι δύσκολα αντιστέκονται. Προπαντός όταν ο διάβολος παρουσιάζεται με τον γνωστό σε όλους μεγαλοϊδεατισμό. Ένα καμουφλάζ που σκεπάζει τη λογική. Το παράξενο είναι που καμιά φωνή εχεφρόνων δεν ακούστηκε. Δεν χρειάστηκε να πνιγεί καμιά διαμαρτυρία. Όλοι έγιναν πατριώτες και υπερεθνικιστές. Κι από τις δυο πλευρές. Ο όλεθρος ερχόταν κι ο καθένας τον καρτερούσε σαν τη χαμένη υπόσχεση του Θεού. Η εκκλησία ήταν και πάλι ανακατωμένη, όχι η θρησκεία ευτυχώς. Τζαμιά και μνημεία ηρώων γίνονταν στόχοι βομβιστικών ενεργειών εκατέρωθεν, χτιζόταν το τείχος, σαν τοίχος από τσιμέντο, αδιαπέραστος κι ακατεδάφιστος.
Διάβαζε στην εφημερίδα «Μάχη» του Νίκου Σαμψών, ο Χριστάκης, για την επίσκεψη του Φαζίλ Κουτσιούκ, του Τούρκου αντιπροέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο Βερολίνο και τις δηλώσεις που έκανε μπροστά στο διαχωριστικό τείχος της γερμανικής πόλης. Το χαρακτήρισε απαράδεκτο και τείχος του αίσχους. Και η εφημερίδα σχολίαζε με πρωτοσέλιδη σχολιοείδηση την επιμονή των Τούρκων για χωριστά δημαρχεία στην Κύπρο. Κατάληγε με το ερώτημα «ποια είναι η διαφορά αυτού που επικρίνετε στο Βερολίνο αλλά θέλετε να το εφαρμόσετε στη Λευκωσία;». Προσπαθούσε, μάταια, ο Χριστάκης, να βρει μια σωστή ερμηνεία στο δημοσίευμα. Λίγο πριν όλες οι εφημερίδες έγραφαν για τις προσπάθειες του Μακαρίου να γίνουν τροποποιήσεις στο σύνταγμα για να γίνει πιο λειτουργικό «να μπορεί να εφαρμοστεί» κατέληγαν όλες, δίκην φερέφωνου.
Στα καφενεία, ο κόσμος δεν βαριόταν να συζητά τις εξελίξεις και την προσπάθεια του Μακαρίου. Εκείνες τις μέρες όλες οι εφημερίδες σημείωναν πρωτοφανή κυκλοφοριακή επιτυχία. Όλοι όμως αρκούνταν στις συζητήσεις. Κανένας δεν ήταν επικριτικός. Δεν ήταν γιατί φοβούνταν. Όσο κι αν είχαν γίνει πράγματα, εκτελέσεις κι εκφοβισμός πολύ ακραίος, σε αντιφρονούντες, τα προηγούμενα χρόνια, αυτά είχαν ξεπεραστεί, είχαν ταφεί στην πρωτοφανή υποστήριξη που οι Έλληνες Κύπριοι έδιναν στον ένα ηγέτη που αναδεικνυόταν σε πρωτοφανή επίπεδα αποδοχής. Ό,τι και να έκανε ο ηγέτης, ο λαός το δεχόταν σαν εκ προοιμίου σωστό.
Παρακολουθούσε ο Χριστάκης κι ένιωθε μεγάλη ικανοποίηση για την απόλυτη ενότητα. Παρακολουθούσε και την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Η Ελλάδα παράπαιε σε μια προσπάθεια, μια απεγνωσμένη, θα έλεγε κανένας, προσπάθεια να κάνουν κυβέρνηση που να κρατήσει παραπάνω από μερικούς μήνες. Στην Άγκυρα, αντίθετα, τα πολιτικά πράγματα, αφού κρέμασαν κάποιους ηγέτες με συνοπτικές διαδικασίες, είχαν τώρα σταθερή κυβέρνηση. Αυτές οι εξελίξεις δεν μπορούσε να ευνοούν μια κίνηση αλλαγής από του Έλληνες της Κύπρου. Όποια κίνηση γι’ αυτό τον σκοπό, δεν θα ήταν παρά ένα σάλτο μορτάλε. Κι όμως δεν το ένιωθε έτσι. Ίσως ο ενθουσιασμός της νιότης να σκέπαζε την ορθή κρίση της ανεπηρέαστης λογικής.
Στο καφενείο του παππού του Κώστα πήγαινε δυο-τρεις φορές τη βδομάδα. Έκλεβαν λίγο χρόνο ο παππούς και η γιαγιά η Τζιυρκακού, κάθονταν μαζί του και τα έλεγαν. Ήταν ο μεγάλος εγγονός και του είχαν μεγάλη αδυναμία, που δεν την έκρυβαν. Εκεί παρακολουθούσε και τις συζητήσεις. Όλοι έρχονταν στο καφενείο να πιουν ένα καφέ, να συναναστραφούν και να συζητήσουν. Πολλοί ήταν αδιάφοροι για τα πολιτικά, έπαιζαν τάβλι, με πολλή φασαρία και χαρτιά. Άλλοι, όμως, διάβαζαν τις εφημερίδες και σχολίαζαν τις ειδήσεις και την τρέχουσα κατάσταση. Οι συζητήσεις ήταν ήρεμες, τίποτα δεν θύμιζε εκείνο που γινόταν πριν από λίγα χρόνια, την εποχή της ΕΟΚΑ. Τότε οι συζητήσεις ήταν έντονες κι έμοιαζαν με καβγάδες, όσο κι αν επικρεμόταν ο φόβος των μέτρων της Οργάνωσης, εναντίον των αντίθετων. Τώρα οι συζητήσεις δεν είχαν ένταση, δεν έφταναν σε διαπληκτισμούς. Και οι εχέφρονες, αυτοί που προειδοποιούσαν με επέμβαση της Τουρκίας, εννοώντας στρατιωτική παρεμβολή, ήταν μόνο ένας ή δυο κι αυτοί παραιτούνταν πολύ γρήγορα.
Στο νέο σωματείο, τον «Διγενή Ακρίτα», όπου πήγαινε σχεδόν καθημερινά, δεν γίνονταν τέτοιες συζητήσεις. Ίσως γιατί εκεί σύχναζαν πιο πολύ νέοι που ενδιαφέρονταν περισσότερο για τον αθλητισμό, ενασχόληση και για τους ίδιους, ποδόσφαιρο και στίβο. Και πιγκ-πογκ, το νέο άθλημα που κέρδιζε όλο και πιο πολλούς θεράποντες. Και θεατές. Θεαματικό σπόρ, το μπαλάκι να πηγαινοέρχεται και σε κάθε κερδισμένο πόντο ν’ ακολουθούν επιφωνήματα, επιδοκιμασίες και γέλια. Στο σωματείο, αν και ξεκίνησε από την ΠΕΚ, κάποιοι μίλησαν για διάσπαση, που ήταν το σωματείο της δεξιάς, μαζεύονταν όλοι οι νέοι, ανεξάρτητα από την ιδεολογία τους και ανταγωνίζονταν στο πιγκ-πογκ και στο τάβλι. Τα χαρτιά δεν επιτρέπονταν. Για οίκημα χρησιμοποιείτο ο γνωστός «καφενές της εκκλησιάς», ένα μεγάλο κτίριο δίπλα από την παλιά εκκλησία, μπροστά-μπροστά στην πλατεία. Ήταν περιουσία της εκκλησίας και το ενοικίαζαν για σαράντα λίρες τον χρόνο. Προηγουμένως το νοίκιαζαν οι αριστεροί και το χρησιμοποιούσαν σαν επιμορφωτικό σύλλογο, κατάφεραν όμως να τους τον πάρουν, πλειοδοτώντας όταν το έβγαλαν στον τελάλη.
Το σωματείο, λοιπόν, ο Διγενής Ακρίτας Χλώρακας, αν και πιο πολύ προωθούσε τον αθλητισμό, γινόταν και πόλος ενότητας της νεολαίας, αλλά, δυστυχώς μέσα σ’ ένα φόντο διάσπασης και αντιπαράθεσης έξω από αυτό, που πάντα υπέβοσκε, μεταξύ δεξιών κι αριστερών του χωριού. Στις μέρες που θ’ ακολουθούσαν, ο ρόλος του θα γινόταν πολύ σπουδαίος, θα μετατρεπόταν σ’ ένα είδος αρχηγείου για εκείνους που θα στρατεύονταν για ν’ αντιμετωπίσουν τους Τούρκους.
Στο σχολείο, ο Χριστάκης συνέχιζε τη δυναμική του προσπάθεια ν’ ανέβει στην πρώτη σειρά επίδοσης. Λες κι ένα ισχυρό λίμπιντο είχε δραστηριοποιηθεί μέσα στον νου του, έβαζε στόχους κι αγωνιζόταν να τους φτάσει. Ποτέ προηγουμένως δεν είχε γνοιαστεί να είναι πρώτος. Διάβαζε από καθήκον χωρίς να επιδιώκει πρωτεία κι επιβραβεύσεις. Τώρα ένιωθε διαφορετικά. Τον κέρδιζαν τα μαθηματικά. Πολύ τον εντυπωσίαζε ο καθηγητής των μαθηματικών, ο Γλαύκος Αντωνιάδης. Τους έκανε το μάθημα για τρίτο τώρα χρόνο και είχε ένα μοναδικό τρόπο να τους μεταδίδει τη γνώση. Η παράδοσή του κρατούσε μόνο μερικά λεπτά. Γιατί στο μεταξύ τους καθοδηγούσε προς τη συνέχεια και το νέο κεφάλαιο. Άρπαζε ξαφνικά την κιμωλία, κατάγραφε στον πίνακα, εν είδη άσκησης και κατέληγε στο ο.ε.δ. Όπερ έδει δείξαι. Που το τόνιζε με έμφαση. Και στο σημείο αυτό τέλειωνε συνήθως και η περίοδος. Κτυπούσε το κουδούνι και οι μαθητές έμεναν με την έντονη εντύπωση του ατέλειωτου, που έπρεπε οι ίδιοι να καταλήξουν σαν συμπέρασμα.
Ο Γλαύκος, ο κύριος Γλαύκος, όπως τον αποκαλούσαν - ποτέ δεν τον φώναζαν με το επίθετό του - τους έκανε ένα πεντάλεπτο γραπτό κάθε Σάββατο, με πέντε απλές ασκήσεις. Και δημιουργείτο κάτι σαν άμιλλα ποιος να πιάσει τα πιο πολλά εικοσάρια. Δεν ήταν κυνηγητό βαθμού. Έγινε κάτι σαν σπόρ και μετά το γραπτό, ο καθένας ήξερε πόσο καλά τα πήγε. Κι αυτό συζητούσαν μεταξύ τους, γελώντας και πειράζοντας ο ένας τον άλλο.
Ο Χριστάκης λάτρευε την άλγεβρα και την τριγωνομετρία. Κι ενώ για δέκα χρόνια στο σχολείο, ποτέ δεν έλυσε ασκήσεις στο σπίτι, τώρα, όχι μόνο το έκανε με πολλή αγάπη, μα προχωρούσε και πιο κάτω κι έλυνε όσες ασκήσεις έβρισκε μπροστά του. Το γραπτό του Σαββάτου τέλειωνε μέσα σε τρία λεπτά. Ο χρόνος που τους δινόταν ήταν πέντε λεπτά. Στα δυο χρόνια που ακολούθησαν, πέμπτη κι έκτη τάξη, σε όλα τα γραπτά στα μαθηματικά πήρε το απόλυτο. Μόνο είκοσι.
Αλλά και στα άλλα μαθήματα δεν τα πήγαινε κι άσχημα. Στα αρχαία ελληνικά, το συντακτικό, τη γραμματική, τις εκθέσεις ιδεών τα κατάφερνε πολύ καλά. Κι όσο πιο πολύ πετύχαινε, τόσο και πιο πολύ προσπαθούσε. Λες και το λίμπιντο της μάθησης τρεφόταν με τις επιτυχίες. Καθηγητής των ελληνικών ήταν ο Δημήτρης Σμυρλής, ένας Ελλαδίτης που ήρθε στην Κύπρο και δίδασκε στο Ελληνικό Γυμνάσιο Πάφου τον καιρό του Αγώνα, όπου αναμείχτηκε ενεργά και οι Εγγλέζοι τον έδιωξαν, αφού πρώτα τον κυνήγησαν. Επέστρεψε με την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, παντρεύτηκε την Αγγελική, κι αυτή καθηγήτρια, γόνο επιφανούς οικογένειας της Πάφου, κι ανέβηκε ξανά στην έδρα. Δεν ήταν σαν τον Γλαύκο, τους σύγκρινε ο Χριστάκης. Αυτός ερχόταν στην τάξη, δίδασκε την πιο πολλή ώρα και δεν φαινόταν να νοιάζεται για την επίδοση των μαθητών του. Τις εκθέσεις τις βαθμολογούσε με το καλή και το μέτρια, λες και κανένας μαθητής δεν ξεχώριζε. Σπάνια έκανε γραπτά κι αυτά μετά από προειδοποίηση. Ήταν όμως κι αυτός πολύ αγαπητός και οι μαθητές του τον σέβονταν και τον εκτιμούσαν.
Από τα υπόλοιπα μαθήματα ξεχώριζε τα λατινικά και την ιστορία. Βιδάλη και Μαρούλα Ιωαννίδου. Δυο κυρίες που προσπαθούσαν να τους μεταφέρουν γνώσεις σε δυο μαθήματα που όλοι τα είχαν υποβαθμισμένα. Προσπαθούσε η κυρία Βιδάλη να τους εμπνεύσει, μα ο Βιργίλιος και η ποίησή του δεν ήταν ότι πιο εύκολο και η γραμματική, όσο κι αν έμοιαζε με εκείνην των αρχαίων ελληνικών, φάνταζε στρυφνή και δύσκολη. Από την άλλη, η κυρία Ιωαννίδου, είχε να διδάξει την περίοδο των νεότερων χρόνων, την αναγέννηση και την εποχή του διαφωτισμού. Δεν ήταν σαν την κλασσική αρχαιότητα, τους ελληνιστικούς χρόνους, με τον Μέγα Αλέξαντρο και τους σπουδαίους βασιλιάδες, ούτε σαν τον καιρό της Ρώμης και του Βυζαντίου. Είναι παράξενο, μα πολύ αληθινό, ότι λίγοι τέρπονται από τα επιτεύγματα του πολιτισμού. Οι πιο πολλοί θέλουν πολέμους, νίκες και κατακτήσεις. Ο Χριστάκης, δεν ήταν εξαίρεση. Όσο και να του άρεσε η ιστορία, τώρα δυσκολευόταν να την παρακολουθήσει. Μιχαήλ Άγγελο και Λεονάρντο Ντα Βίντσι πολύ λίγο κέντριζαν το ενδιαφέρον του. Όμως, η κυρία Ιωαννίδου, με πολλή εκπαιδευτική επιδεξιότητα, κατάφερνε να τους ξυπνά και να τους κρατά στοιχειωδώς το ενδιαφέρον. Με συζήτηση μέσα στην τάξη. Σύντομη παράδοση και πιο πολλή συζήτηση. Αλλάζουν οι καιροί, τους έλεγε. Φεύγει ο χρόνος, νέα πράγματα παρουσιάζονται κάθε μέρα. Μα ο πιο σπουδαίος παράγοντας της ιστορίας, ο άνθρωπος, δεν αλλάζει. Αυτό να έχετε υπόψη σας. Να κάνετε την ιστορία ένα όμορφο απόκτημα και ποτέ δεν θα μετανιώσετε.
Ο Αινείας στο έπος του Βιργίλιου, μάγεψε τον Χριστάκη. Η αντρεία του, η αποφασιστικότητά του, η πίστη του στους θεούς του, ο σεβασμός στον πατέρα και τους προγόνους, η πορεία του από τον όλεθρο της Τροίας, η άρνησή του στις χάρες του έρωτα της όμορφης βασίλισσας, η άφιξη στη νέα γη, όπου έβαλε το θεμέλιο της Ρώμης, αρχηγός ανθρώπων που έφεραν από την ήττα την καταξίωση και την επικράτηση. Όλα τα προτερήματα και οι αρετές ενός πραγματικού αρχηγού ανθρώπων γέμιζαν την ψυχή του εφήβου με ένα πρότυπο. Μέχρι τότε τον μάγευαν ο Αχιλλέας, ο Περικλής και ο Μεγαλέξαντρος. Στο προσκήνιο της ψυχής του, νόμιζε ότι ο χώρος είχε καταληφθεί από την αντρεία και την πέραν των ανθρώπων ικανότητα των ινδαλμάτων του. Και να ένας ήρωας, νέος, λαμπερός, σοφός, γεμάτος αγάπη για εκείνους που τον ακολουθούσαν. Τόσο πιστός, που ούτε τα θέλγητρα της πιο όμορφης γυναίκας δεν μπόρεσαν να τον συγκρατήσουν στην πορεία του, στην πορεία των ανθρώπων εκείνων, που ξέφυγαν από τη φωτιά της ηττημένης πατρίδας για να φτιάξουν μια νέα πατρίδα, που θα την δόξαζαν οι γενιές που θα έρχονταν.
Στην προηγούμενη τάξη, ο Χριστάκης πιέστηκε ν’ ακολουθήσει τον κλάδο των θετικών επιστημών, το πρακτικό, όπως το ονόμασαν. Για πρώτη φορά δημιουργήθηκε ο κλάδος στην εκπαίδευση της Πάφου και οι πιο καλοί συμμαθητές του, ο Θάνος ο Παπαδόπουλος, ο Αντρέας Χατζηλοΐζου, τ’ αδέρφια Αντρέας και Γιώργος Συμεού, αλλά και ο επιστήθιος φίλος του Ιωάννου Ιωάννης του Αρέστη, ο Γιαννάκης κι άλλοι τον ακολούθησαν. Αυτός προτίμησε τον κλάδο του κλασσικού, που έδινε πιο μεγάλη σημασία στα φιλολογικά μαθήματα. Ο πατέρας του τον ήθελε να γίνει δάσκαλος και προτίμησε να κρατήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο αν κι έτρεφε μάλλον εχθρικά αισθήματα γι’ αυτό το επάγγελμα. Μα ο κυριότερος λόγος που διάλεξε την κλασσική παιδεία ήταν γιατί λάτρευε το αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Μελετώντας τους μεγάλους τραγωδούς τώρα, ένιωθε ότι εξαϋλωνόταν μέσα στους δρόμους του Αισχύλου, του Ευριπίδη και του Σοφοκλή. Τον Όμηρο, τον Θουκιδίδη και τον Ξενοφώντα τούς είχε στην καρδιά του. Και τώρα γνώριζε και τους μεγάλους της λατινικής γραμματολογίας κι άφηνε μια απίστευτη ηδονή να τον κατακλύζει. Την ηδονή της γνώσης. Διάβαζε, βέβαια, και τους σύγχρονους, τον Βενέζη, τον Καραγάτση, τον Ξενόπουλο, τον Καζαντζάκη. Και στη βιβλιοθήκη του σχολείου ανακάλυψε άλλο μεγάλο πλούτο. Τον Σαίξπηρ. Διάβαζε στο πρωτότυπο τον Βασιλιά Λήρ, τον Μάκβεθ, τον Άμλετ. Διάβαζε ένα στίχο το λεπτό μέχρι να καταλάβει το νόημα και χανόταν στην πνευματική ομίχλη του μεγάλου Εγγλέζου. Ντρεπόταν γιατί συχνά έκλαιγε μέσα στην απίστευτη πλοκή, ένιωθε πολλές φορές να του πιάνεται η ανάσα, νόμιζε ότι ποτέ δεν θα ξαναζούσε την ένταση των μηνυμάτων. Και να ο Οιδίπους επί Κολωνώ και η Ιφιγένεια εν Αυλίδι και ο Πράσινος Βράχος.
Δεν μετάνιωνε λοιπόν γιατί επέλεξε το κλασσικό. Ποτέ δεν θα μετάνιωνε. Μα τώρα έρχονταν νέα πράγματα. Συγκρούσεις και θάνατος. Οι ετοιμασίες προχωρούσαν, ήρθαν και τον ενημέρωσαν ότι η άσκηση στον Κόλπο των Κοραλίων, θα γινόταν την Κυριακή, όπως τους είχαν ήδη ενημερώσει. Θα τους έπαιρναν με λεωφορεία που θα ξεκινούσαν από του Γκρίμπεη στις έξι το πρωί. Θα έπρεπε να είναι έτοιμος, να τελειώσει και τη μελέτη των μαθημάτων για να μην την πάθει όπως την προηγούμενη φορά. Στρώθηκε στο διάβασμα το Σάββατο, δεν πήγε ούτε στο σινεμά, όπως υποσχέθηκε στον ξάδερφό του τον Σάββα. Θα έβλεπαν μια κωμωδία με τον Αυλωνίτη και τον Μίμη Φωτόπουλο. Επανάληψη, την είχαν ξαναδεί, μα τέτοιες ταινίες δεν χόρταινε να τις βλέπει ξανά και ξανά. Δεν πολυσυμπαθούσε τους νεότερους Έλληνες ηθοποιούς, τον Μπάρκουλη, τη Βουγιουκλάκη, την Άννα Φόνσου. Όχι γιατί δεν ήταν καλοί, ασφαλώς, μα πιο πολύ για τα θέματα των έργων που έπαιζαν. Δεν πολυσυμπαθούσε ούτε εκείνες τις ελληνικές, ηρωικές ταινίες με τους Γερμανούς και την αντίσταση. Τα θεωρούσε ότι είχαν υπερβολή. Πιο πολύ του άρεσαν οι αγγλικές και οι αμερικάνικες παραγωγές με βιβλικά θέματα και θέματα του πρώτου και δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Και του Σάββα συμφωνούσαν οι προτιμήσεις και κάθε Σάββατο συναντιόνταν στον Ροδαφίνα τον κινηματογράφο της Χλώρακας. Αν κι αυτό απαγορευόταν από το σχολείο και κάποτε ο Παντελής, ο παιδονόμος, ερχόταν να ελέγξει. Ευτυχώς ποτέ δεν έπεσε πάνω τους γιατί η τιμωρία ήταν σκληρή. Αποβολή από το σχολείο μιας μέρας κι αν τους ξανάπιαναν δυο μέρες αποβολή και μείωση της διαγωγής. Δεν υπήρχε πιο μεγάλη τιμωρία από τη μείωση της διαγωγής.
Άνοιξε τα βιβλία του. Τους είχαν επιτέλους συνδέσει με την ηλεκτρική και είχαν ηλεκτρισμό για φωτισμό. Το ρεύμα είχε έρθει πριν από δυο χρόνια, βέβαια, αλλά μέχρι να γίνουν οι εγκαταστάσεις έπρεπε να περιμένουν. Ήρθε ο Δημήτρης ο Ζηνιέρης και κάρφωσε τα σύρματα στους τοίχους και στην οροφή, ήρθε κι ο Φίλιππος ο Σαρτανάκκας κι έβγαλε το φρεάτιο για τη γείωση. Μπήκε το ρεύμα, με τον μεγάλο μετρητή και τα συστήματα ασφάλειας, δίπλα στην πόρτα. Έτσι είχαν τώρα πλούσιο φωτισμό που τους επέτρεπε να διαβάζουν με άνεση και χωρίς να νυστάζουν πριν τελειώσουν.
Μια κόλλα του ξέφυγε και κύλισε στο πάτωμα. Τη μάζεψε και της έριξε μια ματιά. Ήταν το γραπτό των θρησκευτικών. Το έδωσαν πριν δυο βδομάδες και τους το επέστρεψε ο καθηγητής τους, ο κύριος Γεωργίου, ο θεολόγος. Με ένα ωραίο δεκαπεντάρι. Θεώρησε το βαθμό πολύ χαμηλό, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκε. Το έβαλε μπροστά του και το ξαναδιάβασε. Με μολύβι, ο καθηγητής του σημείωνε ότι χειρίστηκε το θέμα σοφιστικά κι ότι η απάντησή του δεν ήταν σωστή. Έπρεπε να το προσεγγίσει σύμφωνα με τη χριστιανική ηθική κι όχι με τη Σωκρατική. Αυτό του σημείωνε. Τους είχε δώσει να αναπτύξουν το θέμα «Πότε επιτρέπεται ο φόνος σύμφωνα με τους κανόνες της εκκλησίας». Δυσκολεύτηκε να βρει άκρη και να ξεκινήσει. Τους είχε δώσει δεκαπέντε λεπτά, βρέθηκε τελείως απροετοίμαστος. Όπως και να το έπιανε δεν του ερχόταν. Ένιωθε ότι είχε το δικαίωμα της ζωής κι ότι όφειλε να το υπερασπιστεί. Τίποτα άλλο. Βασίστηκε σ’ αυτό λοιπόν, βρήκε στη μνήμη του το «δυοίν κακοίν προκειμένοιν, το μη χείρον βέλτιστο», το βάφτισε χριστιανική αρχή και το ανάπτυξε. Γέμισε σχεδόν την κόλλα με τα μικροσκοπικά, στρογγυλά του γραμματάκια, νόμιζε ότι θα έπιανε το είκοσι. Γιατί, λοιπόν δεκαπέντε; Η εξήγηση ήταν απλή. Στην εκκλησία του Χριστού δεν επιτρέπεται ο φόνος. Σε καμιά περίπτωση. Αυτό έλεγε η χριστιανική ηθική. Και το μη χείρον βέλτιστον πού πήγαινε; Πουθενά! Αυτό ήταν των σοφιστών. Γιατί ο φόνος είναι το χείρον. Πάντοτε! Και η άμυνα; Κι ο πόλεμος; Και ο αγώνας για ελευθερία; Αυτά; Είχαν φόνους. Πολλούς φόνους! Δεν έπρεπε κάποιος να αμυνθεί αν πήγαιναν να τον σκοτώσουν; Δεν έπρεπε να γίνονται επαναστάσεις για την ελευθερία; Ο κύριος Γεωργίου είπε: «Υπάρχουν πάντα κι άλλοι τρόποι. Ο Χριστός δίδαξε ότι ο άνθρωπος δεν δικαιούται να δίνει θάνατο σε άνθρωπο, ούτε και για να σώσει την ίδια τη δική του ζωή. Κι αυτό δίδαξαν και οι πατέρες».
Κοίταζε την κόλλα και θύμωνε. Όχι για τον άσχημο βαθμό. Όφειλε να ξέρει ότι στον Χριστιανισμό δεν επιτρέπεται ο φόνος. Και τότε γιατί οι Χριστιανοί έκαναν πολέμους; Όμως δεν ήταν αυτός που θα έδινε απάντηση σ’ ένα τέτοιο ηθικό δίλημμα. Όσο κι αν το ένιωθε ότι η απάντηση ήταν εκεί, στο βάθος του συναισθηματισμού του, μια βάσανος για τη ψυχή του, όπως θα έλεγε και ο θεολόγος καθηγητής του.
Μελετούσε, μα η προσοχή του διεσπαζόταν, άρχισε και να νυστάζει. Του συνέβαινε αυτό όταν σκληρές σκέψεις παίδευαν το μυαλό του. Πήγε για ύπνο, μα ούτε κι αυτός ερχόταν. Ένας έφηβος έχει πολλές ανησυχίες για να τον κρατούν ξύπνιο. Που πολλές φορές δεν τις συνειδητοποιεί πλήρως. Πόσο πιο πολύ θα τον ταλαιπωρούν ευθύνες ασήκωτες που του φορτώνει η κοινωνική ομάδα. Χωρίς καν να του δίνει το δικαίωμα της αμφισβήτησης. Η ειρήνη είχε μια ισχνή ευκαιρία να δικαιωθεί, μα χάθηκε γρήγορα. Και τώρα ορμούσαν όλοι οι αγέρηδες να την ξεσηκώσουν, να την εκμηδενίσουν. Οι έφηβοι χρειάζονται την ειρήνη για να χαρούν τη ζωή. Ο πόλεμος είναι δυστυχία και θάνατος. Ακόμα κι ο Όμηρος, στο έπος των ηρώων, δεν τόλμησε να πει ότι ο μεγάλος του ήρωας, ο Αχιλλέας, ήταν ένας έφηβος. Ούτε πουθενά ο ιστορικός λέει ότι ο Μεγαλέξαντρος αρχήγευε στους Μακεδόνες πολεμιστές από νωρίς, έφηβος ακόμα. Άλλες εποχές, άλλες γενιές, άλλοι άνθρωποι, θα έλεγε κανένας. Κι όμως, τα παιδιά των δεκάξι και των δεκαεφτά, που στρατεύτηκαν και τώρα, δεν ήταν λάτρεις της μάχης. Ούτε προορίζονταν για πολεμιστές. Για να πάνε να παρακολουθήσουν τη μάχη, χωρίς να πάρουν μέρος, κατά την εισήγηση του Πλάτωνα, για να γίνουν οι σωστοί φύλακες της πόλης, της νεαρής Δημοκρατίας. Κι αυτοί οι νέοι, όπως οι νέοι όλων των εποχών, θέλουν να χαρούν τη ζωή, να ερωτευτούν, να προετοιμαστούν για ένα μέλλον πιο φωτεινό, πιο καρποφόρο. Για τους ίδιους και για την κοινωνία. Μα κάποιοι αποφάσισαν διαφορετικά. Τους έσπρωξαν στο θάνατο. Στον άδοξο θάνατο, θύματα σε αμφίβολες φιλοδοξίες. Τους έδωσαν ένα όμορφο σύνθημα, τον ενωτικό αγώνα, που οι ίδιοι όχι μόνο δεν πίστευαν, μα θα το πολεμούσαν, αντίθετα, στην πρώτη ευκαιρία.
Τα λεωφορεία έφυγαν από του Γκρήμπεη στις εξήμισι και στις εφτά βρίσκονταν στον Κόλπο των Κοραλίων. Την Μάα, όπως την ήξερε ο Χριστάκης. Εκεί είχαν μεγάλο στρατόπεδο οι Εγγλέζοι, πριν την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας και στέκονταν ακόμα οι θεμελιοί όπου στέκονταν οι στρατιωτικές παράγκες και το συρματόπλεγμα του περιφράγματος. Παλιές δόξες ενός στρατού, που δεν κυριαρχούσε πια παρά περιορισμένος σε βάσεις, που αποκτήθηκαν με νόμιμες συμφωνίες, έστω κι αν υπογράφηκαν εκβιαστικά και εις βάρος επαναστατημένων λαών. Αυτοί που είχαν τώρα τα ηνία της παγκόσμιας σκακιέρας ήταν οι Αμερικανοί και οι Ρώσοι. Σ’ αυτό ακριβώς έκτιζαν την πολιτική τους οι ηγέτες της Κύπρου. Τα εμπλεκόμενα συμφέροντα στην περιοχή, ίσως να ευνοούσαν και τις δικές τους επιδιώξεις. Και σ’ ένα λαό εύπιστο. Που θα τους ακολουθούσε παντού.
Γέμισε κόσμο, ντυμένο στο χακί, όλη η περιοχή. Στο ανατολικό μέρος, πάνω από τους γκρεμνούς που έσκαγαν στη θάλασσα. Παντού ερημιά. Ακόμα και το μοναδικό κέντρο της περιοχής έκλεινε το χειμώνα. Εκεί που το καλοκαίρι κατέβαιναν χιλιάδες για να χαρούν τον ήλιο και τη θάλασσα στη ξανθή αμμουδιά, τώρα δεν ήταν κανείς. Τα πιο κοντινά χωριά, η Πέγεια, η Ακουρσός και η Κισσόνεργα ήταν αρκετά μακριά. Κανένας δεν θα έβλεπε το τάγμα της εθελοντικής εθνοφρουράς, όπως ονόμασαν τον δημιουργούμενο στρατό. Ελάχιστοι ήταν οι άντρες καθοδηγητές. Οι άλλοι ήταν μαθητές, κυρίως, από το Α΄ και Β΄ γυμνάσιο Πάφου και το Λιασίδειο κολλέγιο. Ήταν και δυο-τρεις ομάδες από νεαρούς τεχνίτες, κτιστάδες και πελεκάνους.
Η μέρα ήταν όμορφη, το κρύο υποφερτό, ο ουρανός λίγο θαμπός από την υγρασία της θάλασσας. Ο ήλιος ανέβαινε, όπως και η συγκίνηση των νέων. Φυσούσε ανατολικός. Στοιβαστάρη τον έλεγε ο θείος ο Φυτός, που βοσκός μια ζωή έμαθε να διαβάζει τα σημεία του καιρού. Έτσι θα φυσούσε όλη μέρα, ελαφρό αεράκι από την έρημο της Νεγκέβ και την Ερυθρά Θάλασσα, από όπου ξεκινούσαν τα πολιτικά μηνύματα της οικουμένης. Και της Κύπρου. Κι όπου κατέληγαν μετά από θλιβερή ανακύκλωση. Το βράδυ θα τον γύριζε δυτικό, από τη μάνα, τη μεγάλη Μάνα και θα έφερνε σύγνεφα καρποφόρα, γεμάτα βροχή. Κι άμα έβρεχε στην Κύπρο περίμεναν τη βροχή την επομένη στο Ισραήλ και στην Ιορδανία. Ο κόσμος είναι μικρός για το καλό κι απέραντος για την κακία.
Τους μάζεψαν κατά λόχο, διμοιρία κι ομάδα. Γέμισε το πετραδερό πλάτωμα, πάνω από την καλμαρισμένη θάλασσα, με νιάτα. Πειθαρχημένα, σιωπηλά, μόνο οι διαταγές των αρχηγών ακούονταν. Κοφτές, απόλυτες. Στοιχηθείτε, αναφέρατε. Βγήκαν οι λοχίες κι ανάφεραν. Όλοι παρόντες, διμοιρίες και λόχοι έτοιμοι. Προσοχή, ανάπαυση. Βγήκε κάποιος μπροστά, ανέβηκε σε μια πέτρα. Μεσόκοπος, στιβαρός κι αθλητικός, με πλατιούς ώμους και λίγη κοιλίτσα. Φορούσε φαιοπράσινη στολή και στρατιωτικό καπελάκι. Πρέπει να ήταν αξιωματικός του Κυπριακού στρατού. Ίσως να ήρθε από άλλη πόλη, κανένας δεν τον σύστησε. Άρχισε να μιλά. Η φωνή του ήταν προστατευτική, σημάδι ότι συνειδητοποιούσε ότι μιλούσε σε έφηβους, μικρά παλικαράκια, άπειρα από τη ζωή, ακόμα πιο άπειρα στον πόλεμο.
- Σήμερα, τους εξηγούσε, θα πάρετε το βάπτισμα του πυρός. Θα νιώσετε τη μυρουδιά του λαδιού που καθαρίζει το όπλο σας. Τόνισε το Σας. Θα μυριστείτε τη μπαρούτη και θα νιώσετε την έκρηξή της. Θα κάνετε την πρώτη σας βολή. Πριν, όμως, από τη βολή θα πάρετε στα χέρια το όπλο, θα το αγκαλιάσετε, θα το αποσυναρμολογήσετε. Με αγάπη. Και θα το ξαναστήσετε. Με προσοχή, μα γρήγορα. Το πόσο γρήγορα θα καθορίζει και τη δύναμη επιβίωσής σας την ώρα της μάχης. Την ώρα που το όπλο μπορεί να πάθει εμπλοκή. Γι’ αυτό μην υποτιμήσετε την ικανότητά σας να κάνετε γρήγορα κι αποτελεσματικά αυτή την πράξη. Θα έχετε μια ώρα να λύσετε και να συναρμολογήσετε ξανά το όπλο σας. Τουφέκι κι ελαφρό πολυβόλο για σήμερα. Αργότερα θα έχετε ευκαιρία να δουλέψετε αυτόματα όπλα και πιστόλια. Το πρόγραμμα σήμερα ξεκινά με άσκηση πυρ και κίνηση. Όλες οι ομάδες. Πυρ και κίνηση, μάθημα όπλου και βολή. Θα ρίξετε εφτά σφαίρες με τουφέκι Μαρτίνι και θα βαθμολογηθείτε. Εφτά σφαίρες σε σταθερό στόχο. Θα κάνετε επίσης βολή με ελαφρό οπλοπολυβόλο Μπρεν. Να είστε προσεχτικοί, πειθαρχημένοι και ν’ ακολουθείτε τις οδηγίες του λοχία σας και των ομαδαρχών.
Δεν ήταν μια εύκολη μέρα. Ήταν πολλά πράγματα να κάνουν, να μάθουν, να εμπεδώσουν. Ίδρωσαν στην προσπάθεια, δίψασαν μα ούτε νερό δεν είχαν για να πιουν. Κανένας δεν το φρόντισε. Μερικοί, πιο προνοητικοί, που έφεραν το ατομικό τους παγούρι, μοιράστηκαν το νερό. Γρήγορα έλειψε κι αυτό. Το μεσημέρι ήταν ήδη κατακουρασμένοι και σε μεγάλη ένταση, να μάθουν και να εφαρμόσουν στην πράξη όσα μάθαιναν. Ήταν όμως και περήφανοι που είχαν αυτήν την ευκαιρία. Να προσφέρουν μέσα από τον πιο επιφανή από όλους τους ρόλους για τον σωστό πολίτη. Το ρόλο του πολεμιστή-φύλακα.
Δόθηκε εντολή για διάλειμμα κι αναδιοργάνωση. Κάθισαν όλοι κατάχαμα κι αναλογίζονταν όσα έκαναν κι όσα είχαν ακόμα να παρακολουθήσουν. Ένιωσαν και την πείνα να τους βασανίζει το στομάχι. Πραγματική άσκηση και δοκιμασία. Η πείνα δεν ήταν το πιο δύσκολο. Αυτό που δεν υποφερόταν ήταν η δίψα. Όμως ήταν υποχρεωμένοι ν’ αντέξουν. Ο ανατολικός συνέχιζε, η μέρα γινόταν ευχάριστα χλιαρή. Εκείνοι, βέβαια, που φόρεσαν ένα τρικό κάτω από το στρατιωτικό πουκάμισο, υπόφεραν πιο πολύ.
Παρατάχθηκαν. Είχαν στηθεί στόχοι προς το μέρος της θάλασσας. Απόσταση στόχου ογδόντα μέτρα. Δεκαπέντε στόχοι. Θα μας πάρει η νύχτα και δεν θα έχουμε τελειώσει, μουρμούρισε κάποιος. Όμως δεν δικαιώθηκε. Κάθε ομάδα κατάφερνε να τελειώνει τη βολή της σε πέντε λεπτά. Γινόταν καταμέτρηση. Κάθε βολή που πετύχαινε τον στόχο, έπαιρνε πέντε πόντους. Τα αποτελέσματα θα ανακοινώνονταν στο τέλος. Καμιά γραφειοκρατία. Όλα είχαν προετοιμαστεί από προηγουμένως, οι λίστες και η σειρά. Οι στόχοι επιδιορθώνονταν και η επόμενη ομάδα ήταν ήδη έτοιμη να αρχίσει.
Η ώρα ήταν περασμένες δυο, όταν ο Χριστάκης βρέθηκε ξαπλωμένος μπρούμυτα με το όπλο γεμάτο, οπλισμένο κι έτοιμο. Περίμενε τη διαταγή. Το όπλο του, ένα αρχαίο μαρτίνι, που ένας Θεός ήξερε πότε κατασκευάστηκε, είχε τα χάλια του. Το κλισιοσκόπιο ήταν στρεβλό και ήταν αδύνατο να βάλει μέσα το στόχο.
- Άρξασθε πυρ.
Η διαταγή κοφτή, άρχισαν οι βολές, μα ο Χριστάκης δεν έβλεπε τον στόχο. Ανασήκωσε λίγο το κεφάλι και τον επισήμανε πάνω από το όπλο του. Πάτησε τη σκανδάλη. Στα κουτουρού μα το πρόβλημα αυτό ήταν μικρό. Το όπλο κλώτσησε τόσο άγρια που νόμισε ότι του έσπασε την κλείδα. Παρ’ όλο το φοβερό πόνο, όπλισε, το στερέωσε καλύτερα και ξανάριξε. Καμιά διαφορά, η κλωτσιά ήταν ακόμα πιο άγρια. Θύμωσε και πείσμωσε. Πίστευε ότι ο ίδιος έφταιγε, ότι έκανε κάπου λάθος.
Έριξε και τις υπόλοιπες σφαίρες στα γρήγορα γιατί οι άλλοι είχαν ήδη τελειώσει. Έβλεπε τη σφαίρα να πέφτει στο νερό, πίσω από τον στόχο. Η θάλασσα ήταν κάλμα, κανένα κυματάκι, η σφαίρα κτυπούσε, λίγος άσπρος αφρός φαινόταν, δεν ήταν σίγουρος αν περνούσε μέσα ή πάνω από τον στόχο. Τέλειωσε επιτέλους, ο πόνος στον ώμο ήταν αφόρητος, σίγουρα το κλότσημα του όπλου του είχε κάνει ζημιά. Θα μαύριζε και θα τον πονούσε για πάνω από μια βδομάδα.
Ένας αξιωματικός άρχισε να φωνάζει για την καθυστέρηση. Παράδωσε το όπλο στον επόμενο, ο Χριστάκης, χωρίς να του πει τίποτα για το χάλι του. Σίγουρα πολλοί θα είχαν μαυρισμένο ώμο από αυτό το όπλο. Το ανάφερε όμως όταν τέλειωσε η βολή, στο διμοιρίτη τους. Κι εκείνος, χαμογελώντας, του παρατήρησε: τουλάχιστον τον κρότο του τον κάνει.
Βέβαια δεν υπήρχε χρόνος να κάνουν βολή και με το μπρεν. Βρέθηκαν ξανά σε παράταξη, ενώ ο ήλιος έγερνε στη δύση, ο αέρας άλλαζε, γινόταν δυτικός, συννεφάκια άρχισαν να τρέχουν στον ουρανό, ο καιρός άλλαζε. Τους ανακοίνωσαν την επίδοσή τους στη βολή.
- Ταπακούδης Χριστάκης, βαθμοί σαράντα πέντε!
Πώς ήταν δυνατό; Τι είχε γίνει; Το μάξιμουμ βαθμών που μπορούσε να πάρει ήταν τριανταπέντε. Λίγο πριν φύγουν, κι ενώ οι άλλοι ανέβαιναν ήδη στα λεωφορείο, πήγε και βρήκε τον υπεύθυνο της βολής και τον ρώτησε. Γέλασε εκείνος.
- Μπορεί να είχες εννιά σφαίρες στο όπλο σου, του απάντησε.
- Όχι δεν είχα, είπε κατηγορηματικά ο Χριστάκης. Μέτρησα τις ριξιές. Ήταν εφτά.
- Τότε, αγαπητέ μου φίλε, στο δικό σου στόχο έριξε και κάποιος άλλος. Γέλασε δυνατά και τον κτύπησε στον ώμο. Βλέπω ότι πήρες το όπλο που μαυρίζει ώμους. Πονάς ε... Να ξέρεις ότι το πιο σημαντικό είναι που σήμερα βαφτιστήκατε για να μάθετε να πολεμάτε. Και κάτι άλλο. Αν όλες οι σφαίρες που ρίχνονται στη μάχη, βρίσκουν το στόχο τους, από καιρό δεν θα υπήρχαν πια πολεμιστές για να συνεχίζουν τον πόλεμο. Δεν θα είχαμε πια πολέμους. Ούτε ανθρώπους.
Η βδομάδα που ακολούθησε ήταν πολύ σκληρή. Τελευταίο γραπτό για να δοθούν οι βαθμοί του πρώτου τριμήνου. Ο Χριστάκης τα πήγε καλά σε μερικά μαθήματα, άσχημα σε άλλα. Η ένταση ήταν πολύ μεγάλη. Δώδεκα γραπτά σε έξι μέρες. Ακόμα και το Σάββατο έδωσαν δυο γραπτά. Στα μαθηματικά και στα αρχαία ελληνικά. Κι έμεναν και δυο να τελειώσουν, θα τα έδιναν τη Δευτέρα. Ευτυχώς δεν είχαν και καμιά συγκέντρωση και θα μπορούσαν να προετοιμαστούν την Κυριακή. Τόσα γραπτά μονομιάς δεν είχε ξανασυμβεί. Λες και ήταν οι εξετάσεις εξαμήνου. Το παράξενο ήταν που κανένας δεν παραπονέθηκε. Ακόμα κι ο Ευσταθίου Μιχαλάκης, με την πολύ χαρακτηριστική, ήρεμη θυμοσοφία του δεν είπε «το παράκαμαν οι καθηγητές μας». Ούτε κι ο Άθως, ο Χαραλαμπίδης, με το εκρηκτικό ταμπεραμέντο, δεν διαμαρτυρήθηκε. Κι όταν έξω στην αυλή, συζητούσαν για τα αποτελέσματα, όλοι έλεγαν ότι οι ερωτήσεις ήταν εύκολες κι ότι περίμεναν να πάρουν καλούς βαθμούς. Κι ο Χριστάκης, που ένιωθε να του πιάνεται η ανάσα, όσο τους άκουε, έπεφτε όλο και σε μεγαλύτερη απελπισία για τους βαθμούς που θα έπιανε σ’ εκείνο το τελευταίο γραπτό του τριμήνου.
Κάπου στη μέση της βδομάδας, τους μάζεψαν και σε έκτακτη κοινή προσευχή, γιατί οι παιδονόμοι έπιασαν δυο παιδιά της τετάρτης τάξης να παίζουν τάβλι. Στο σπίτι τους. Ή μάλλον στο δωμάτιο που νοίκιαζαν μαζί. Δυο χωριατόπουλα που κανένας δεν γνοιάστηκε πόσες φορές τη βδομάδα έτρωγαν μαγειρευμένο φαγητό. Τους ανέβασαν στην ψηλή βεράντα και τους διαπόμπεψαν. Κι ο γυμνασιάρχης, ο Παύλος Παυλίδης, τους βάρεσε κι από δυο ξίστρευτους φούσκους στα μάγουλα, μπροστά στους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές τους. Και, βέβαια, τους απόβαλαν και για μια μέρα από το σχολείο κι έβαλαν σημείωση για τη διαγωγή τους. Πρακτικές αγγλοκρατίας, σχολίαζε αργότερα ο Παπαϊωάννου Αντρέας του Παπαθανασίου, γιος του πρωθιερέα του Αγίου Θεοδώρου, της μητροπολιτικής εκκλησίας. Κι ο Χριστάκης, όπως κι όλοι οι μαθητές, πίστευε ότι υπήρχε αφόρητη υπερβολή σε τέτοιου είδους πολιτικές. Θυμόταν τις πρώτες μέρες του γυμνασίου. Οκτώβρης του 1959. Σχόλασαν κι έφευγαν μαζί μ’ ένα συμμαθητή του από τη Σαλαμιού, δεν θυμόταν πια το όνομά του. Είχε εγκαταλείψει το σχολείο μετά το συμβάν, κανείς δεν ήξερε αν πήγε αλλού σε άλλο σχολείο ή αν έμεινε να καλλιεργεί τ’ αμπέλια του πατέρα του. Περπατούσαν, λοιπόν, στον δρόμο, μπροστά από την είσοδο του κυρίως κτιρίου του γυμνασίου, όταν τους φώναξε ένας ηλικιωμένος κύριος, κοντός, με άσπρα μαλλιά, που στεκόταν ψηλά, στα σκαλοπάτια της εισόδου. Δεν τον ήξεραν ακόμα, αλλά ήταν ο γυμνασιάρχης τους, ο Παύλος Παυλίδης, σεβαστός σε όλην την Πάφο για τη συμμετοχή του στα Οκτωβριανά του ’31 και σαν καλός εκπαιδευτικός. Τον πλησίασαν με απορία, που λύθηκε με τον χειρότερο τρόπο. Άρχισε να κτυπά τον συμμαθητή του άγρια και να τον βρίζει. Τον είπε γαϊδούρι, ασυνεπή, απαράδεκτο και ζώο. Ο Χριστάκης δεν θα μπορούσε ποτέ πια να ξεχάσει τη σκηνή, ούτε και κατάλαβε γιατί έγινε όλο εκείνο το νταβαντούρι. Όταν ο άγνωστος κύριος τους άφησε κι έφυγε, γεμάτος θυμό και προειδοποιώντας ότι στο μέλλον θα τον απόβαλλε, ο συμμαθητής του μάζεψε όλη την καταρρακωμένη του αυτοπεποίθηση κι έφυγε χωρίς να πει λέξη. Και δεν ξαναφάνηκε. Χρειάστηκαν μέρες για να καταλάβει τι συνέβηκε και ότι εκείνος ο άνθρωπος ήταν ο γυμνασιάρχης τους. Κι ότι η αιτία της τιμωρίας ήταν το κοντό παντελόνι, που φορούσε ο συμμαθητής του. Και η απορία, που του έμεινε για πάντα αναπάντητη, ήταν αν είχε μακρύ παντελόνι να φορέσει.
Οι μέρες του Δεκέμβρη κυλούσαν γεμάτες ένταση. Μαθήματα, γραπτά, συναισθηματική καταπίεση, στρατιωτική άσκηση, το ένα βάπτισμα πιο πυρωμένο από το άλλο. Και φτώχια. Πιο άσχημη από ποτέ. Έβλεπε τον πατέρα του να μη τα βγάζει πέρα, ο Χριστάκης, λυπόταν τη μητέρα που υπόφερε. Βερεσέ δεν τους έδιναν πια, είχαν πάρα πολύ μεγαλώσει τα χρωστούμενα. Με τ’ αδέρφια του ένιωθε να χαλά η στενή σχέση, να γίνεται πιο ενδοστρεφής, ν’ αγωνιά, να φοβάται, να αυτοαπομονώνεται. Έκλεβε λίγο χρόνο και χωνόταν στα ψηλά σκίνα του χαρουπώνα, περπατούσε μέχρι τη θάλασσα, μετρούσε τα ουράνια φαινόμενα και τα σύννεφα που έφερναν λίγη βροχή, μα όλοι φοβούνταν ότι θα είχαν άνομβρο χρόνο. Σκεφτόταν πολύ. Προβληματιζόταν, βραχυκυκλωνόταν μέσα στον κυκεώνα της αβεβαιότητας. Η μόνη του διασκέδαση έμενε το σινεμά. Μαζί με τον Σάββα. Κατάφερναν να μαζεύουν λίγο χαλκό. Ήταν ένα μαγαζί στο Κτήμα που τον αγόραζε μισό σελίνι την οκά. Άχρηστα χάλκινα σκεύη, σύρματα κι εκείνες οι μηχανές πετρελαίου που χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές πριν έρθουν οι γκαζιέρες. Από εκεί έβγαζαν το εισιτήριο για το σινεμά το βράδυ του Σαββάτου. Αυτό ήταν το άνοιγμα τους στο κόσμο. Ζήλευε κάποτε κάποιους συμμαθητές του στο δημοτικό, που αντί να πάνε στο γυμνάσιο, πήγαν να μάθουν τέχνη κι έπαιρναν μεροκάματο. Φτωχικό βέβαια, μα τα λεφτά δεν τους έλειπαν. Μπορούσαν ακόμα, έστω και λίγο, να βοηθούν την οικογένειά τους.
Παρ’ όλες τις δύσκολες συνθήκες, παρακολουθούσε και τα τεκταινόμενα. Λίγο με την εφημερίδα, πιο πολύ με το ραδιόφωνο και τις συζητήσεις των πιο μεγάλων. Στις 30 του Νοέμβρη, ο Μακάριος έδωσε τις εισηγήσεις του στους Τούρκους για αλλαγή του συντάγματος. Συζητήθηκε και μάλιστα έντονα. Κανένας δεν είπε ότι ήταν άκαιρο. Όλοι, δεξιοί, αριστεροί και ζερβόδεξοι, είπαν ότι καιρός ήταν, ότι οι Τούρκοι ήταν οι κακοί, ότι όφειλαν να δεχτούν τις εισηγήσεις του προέδρου της Δημοκρατίας. Ο Χριστάκης δεν ήταν σίγουρος ότι καταλάβαινε τη σημασία των γεγονότων. Ούτε τι ο Μακάριος επιδίωκε, ούτε τι ήθελαν οι Τούρκοι. Γι’ αυτόν υπήρχε μια νέα πραγματικότητα μόνο, η επανέναρξη του ενωτικού αγώνα!
Βέβαια, τα τοπικά γεγονότα σκέπαζαν άλλα, παγκόσμια και κοσμοϊστορικά συμβάντα. Στις 22 του Νοέμβρη, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών δολοφονήθηκε στο Ντάλλας του Τέξας. Ο Τζον Φ. Κένεντυ. Αυτός που λίγο πριν δολοφονηθεί είχε διαχειριστεί με μαεστρία την κρίση των πυραύλων της Κούβας. Που τα φιλειρηνικά του αισθήματα, αρχές και τάσεις, απότρεψαν τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Αυτό έλεγαν κι έγραφαν κι άφηναν να υπονοηθεί τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Και η προπαγάνδα. Πιο δυνατή και από την πιο δυνατή δύναμη. Κι ας ήταν η υποχώρηση των Ρώσων η πραγματική αιτία που αποφεύχθηκε ο πόλεμος. Το γεγονός, όπως ήταν φυσικό, σκίασε ό,τι άλλο μπορούσε να συμβαίνει σε τοπικό ή ακόμα κι ευρύτερο επίπεδο. Και οι Κύπριοι, αιώνιοι κι άπιαστοι μυθοπλάστες, έμπλεκαν στα καφενεία τους απίθανους μύθους της διεθνούς συνομωσίας, που είχε στόχο, φυσικά, και την Κύπρο, μοναδική επωδό ακόμα και των εφημερίδων. Άκουε τις κουβέντες ο Χριστάκης, γελούσε με τα τέτοια καμώματα, μα δεν τολμούσε να πει και τη δική του άποψη. Στην Κύπρο υπήρχε μια αποκλειστική μέθοδος να κάνεις τον άλλο να προτιμά να κουνά επιδοκιμαστικά, δήθεν, το κεφάλι, παρά να εκφράσει τη διαφωνία του. Ήταν η απαξίωση προς τη διαφωνία με τη χαρακτηριστική σιωπή. Που ήταν πιο βαριά κι από το κτύπημα στο κεφάλι με σιδερένιο λοστό.
Δευτέρα πρωί, πήγαινε στο σχολείο ο Χριστάκης με το ποδήλατο. Στη σκάλα πίσω καθόταν ο Κωστάκης. Θα έπρεπε να του πάρουν το δικό του ποδήλατο, να ανεξαρτητοποιηθεί στη διακίνησή του, να μη χάνει τις ώρες του περιμένοντας τον μεγάλο αδερφό να τελειώσει και να σχολάσει. Μπροστά τους πήγαινε η Στέλλα μαζί με την Ερασμία, τη φίλη της κι άλλα κορίτσια, με τη μπλε στολή και το καπελάκι. Ο Χριστάκης συνόδευε πάντοτε την αδερφή του, σαν καλός, μεγάλος αδερφός, που έπρεπε να την προστατεύει από κάθε κακό. Η Στέλλα, βέβαια, δεν συμφωνούσε γι’ αυτό, δυσανασχετούσε και δεν έκρυβε την απαρέσκειά της. Ήθελε να είναι ανεξάρτητη, διαφωνούσε σε παλιομοδίτικες αρχές και καταστάσεις. Μα ο Χριστάκης ήταν ανένδοτος. Ήταν το καθήκον του να το κάνει. Το πιο ιερό. Στο κάτω-κάτω, οι γυναίκες είναι το αδύνατο φύλο και οι αδερφοί οφείλουν να είναι πάντοτε κοντά τους. Βέβαια, το ίδιο ένιωθε και για τους αδερφούς του, που ποτέ δεν τους άφηνε μόνους, τους υπεραγαπούσε και θεωρούσε καθήκον υπέρτατο να τους καθοδηγεί να κάνουν πάντοτε το καλό.
Είχε βρέξει το βράδυ, ο δρόμος ήταν λασπωμένος. Ο μπροστινός τροχός του ποδηλάτου πετούσε λάσπες που τους λέρωναν τα πατζάκια. Ο ήλιος δεν ήταν ψηλά. Οι μέρες του χειμώνα είναι μικρές, αργεί να ξημερώσει, το πρωινό κρύο ήταν αισθητό, τα δάχτυλα πάγωναν πάνω στο τιμόνι. Τα κορίτσια μπροστά κουβέντιαζαν και γελούσαν δυνατά κι αυτό εκνεύριζε τον Χριστάκη. Πού έβρισκαν το κέφι τόσο πρωί, όταν αυτός είχε το αίσθημα ότι τα νύχια των χεριών του πήγαιναν να ξεκολλήσουν από την παγωνιά;
Άκουσε το κουδούνι πίσω του, παραμέρισε λίγο για να τον προσπεράσει αυτός που ερχόταν. Πέρασε μπροστά και μετά να καταλάβει ότι ήταν ο Γιαννάκης, ο παλιός επιστήθιος φίλος του. Έφυγε με ταχύτητα, χωρίς να τους καλημερίσει. Με τον Γιαννάκη συνδέονταν κάποτε πολύ στενά. Ήταν μαζί όλη μέρα, μόνο η νύχτα τους χώριζε. Μαζί στην ίδια τάξη, κάθονταν ακόμα και στο ίδιο θρανίο. Πήγαν στο γυμνάσιο κι έμειναν μαζί τα πρώτα τρία χρόνια. Ιωάννου Ιωάννης του Αρέστη. Δεν είχαν μυστικά μεταξύ τους. Τον ενθάρρυνε να γράφει, διάβαζε τα κείμενά του κι ενθουσιαζόταν. Τα έπαιρνε μάλιστα στον συγγενή του, τον Ζαχαρία, τον δάσκαλο, που είχε γραφομηχανή και του τα έγραφε. Και ήταν όμορφο αίσθημα να βλέπει τυπωμένο ένα κείμενο που έγραψε. Κείμενα σύντομα, πιο πολύ εκθέσεις ιδεών για τη φύση, κάποτε επιστημονική φαντασία, που του άρεσε ιδιαίτερα και τον απασχολούσε. Κι ο Γιαννάκης εκεί, μαζί του, να του τα διαβάζει, να τον ενθαρρύνει και να τον νιώθει θαυμαστή του. Και ξαφνικά να χάνεται. Λες και κατάγγελλε τη φιλία τους. Χώρισαν στην τέταρτη τάξη του γυμνασίου, όταν ο Γιαννάκης διάλεξε να πάει στο πρακτικό. Σαν η επιλογή εκείνη να έγινε παραβάν που μπήκε κι έκοψε τη σχέση τους. Κι ο Χριστάκης διερωτόταν πού είχε ο ίδιος φταίξει γι’ αυτό, αλλά δεν έβρισκε άκρη. Και να που τώρα τον προσπέρασε χωρίς να τον καλημερίσει. Είχε ανάγκη να τον προσεγγίσει ξανά, να ανανεώσουν τη φιλία τους. Ίσως στις γιορτές και στις διακοπές που έρχονταν να βρισκόταν μια ευκαιρία και γι’ αυτό.
Κι αν η ευκαιρία δεν ερχόταν από μόνη της θα προσπαθούσε να τη δημιουργήσει.